Για να καλυφθεί στην Ελλάδα η ανεργία, που φθάνει στο 27% του ενεργού πληθυσμού, η χώρα θα πρέπει να πετύχει για μία δεκαετία το λιγότερο ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 3%
«Το πρόβλημα δεν είναι πλέον το δημόσιο χρέος, αλλά οι προοπτικές ανάπτυξης. Το δημόσιο χρέος είναι στα χέρια των εταίρων και φίλων και πολύ λίγο βρίσκεται στην πραγματική αγορά. Ακόμη και αυτή είναι μία προστασία απέναντι σε μελλοντικές αβέβαιες εξελίξεις, ωστόσο έχει αποδειχτεί ότι έχουμε αδυναμία στην προσέλκυση επενδύσεων», είπε ο κ.Κ.Μητρόπουλος. Για να προσθέσει ότι, στην παρούσα συγκυρία, η χώρα χρειάζεται πάνω από 7 δισεκατ. επενδύσεις τον χρόνο για να μπορέσει να αναχαιτίσει την ύφεση.
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σε μία πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση της οικονομικής εφημερίδας Ναυτεμπορική, η οποία φέτος εορτάζει 90 χρόνια κυκλοφορίας της, το προς συζήτηση θέμα ήταν οι ιδιωτικοποιήσεις και ο ρόλος τους στην επιθυμητή και επείγουσα πλέον οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Με κύριο εισηγητή της εκδήλωσης τον υφυπουργό Αναπτύξεως κ. Νότη Μηταράκη, ένα από τα θέματα που εθίγησαν ήταν αυτό της επενδυτικής άπνοιας στην χώρα μας και των επιπτώσεών της στην ανεργία. Συγκρατήσαμε έτσι δύο σοβαρές, κατά την εκτίμησή μας, επισημάνσεις οι οποίες σίγουρα θα αποτελέσουν και κεντρικό θέμα συζητήσεων τους μήνες που ακολουθούν.
Η πρώτη επισήμανση έγινε από τον κ. Νίκο Βέττα, γενικό διευθυντή του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), ο οποίος τόνισε τον κρατικοδίαιτο χαρακτήρα του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, γεγονός αρνητικό για την πρόκληση εξωστρέφειας που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και τις απαιτούμενες για τον σκοπό αυτόν επενδύσεις. Όσο για τις τελευταίες, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ είπε ότι θα πρέπει να ξεπεράσουν τα 150-200 δισεκατ. ευρώ την προσεχή εξαετία για να υπάρξουν στην χώρα συνθήκες ανάπτυξης.
Έτσι, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο κ. Κώστας Μητρόπουλος, εντεταλμένος σύμβουλος της εταιρείας συμβούλων PWC, το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα είναι η κάλυψη του σημερινού επενδυτικού κενού, που δημιουργεί ανεργία, με την αθρόα εισροή νέων κεφαλαίων στην οικονομία. «Το πρόβλημα δεν είναι πλέον το δημόσιο χρέος, αλλά οι προοπτικές ανάπτυξης. Το δημόσιο χρέος είναι στα χέρια των εταίρων και φίλων και πολύ λίγο βρίσκεται στην πραγματική αγορά. Ακόμη και αυτή είναι μία προστασία απέναντι σε μελλοντικές αβέβαιες εξελίξεις, ωστόσο έχει αποδειχτεί ότι έχουμε αδυναμία στην προσέλκυση επενδύσεων», είπε ο κ.Κ.Μητρόπουλος. Για να προσθέσει ότι, στην παρούσα συγκυρία, η χώρα χρειάζεται πάνω από 7 δισεκατ. επενδύσεις τον χρόνο για να μπορέσει να αναχαιτίσει την ύφεση.
Στο σημείο αυτό, ο εντεταλμένος σύμβουλος της PWC υπογράμμισε με έμφαση ότι, για να μπορέσουν να έχουν επίπτωση οι επενδύσεις, πρέπει να εστιάζουν σε κλάδους με μεγάλο μέγεθος και μεγάλο πολλαπλασιαστή. Η επένδυση πρέπει να γεννά και δεύτερο κύκλο ανάπτυξης. Οι κλάδοι που έχουν σημαντικά μεγέθη είναι ο τουρισμός και ουσιαστικά οι επενδύσεις σε μεγάλα τουριστικά έργα και σε μεγάλα έργα υποδομών είναι ο σωστός δρόμος. Όπως είπε, οι υποδομές μέσω ΣΔΙΤ μπορούν να κινητοποιήσουν 20 δισεκατ. ευρώ μέχρι το 2020 και πολλά έργα υποδομής είναι αυτή την στιγμή υπό αξιοποίηση στο ΤΑΙΠΕΔ.
Όλα αυτά, όμως, απαιτούν και διαφορετικά επιχειρηματικά μεγέθη στην οικονομία –και στο επίπεδο αυτό υπάρχει πρόβλημα. Τα ελληνικά επιχειρηματικά μεγέθη είναι σε γενικές γραμμές οριακά και χωρίς την απαραίτητη μεγέθυνση δύσκολα θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε μια αξιόπιστη απογείωση της οικονομίας. Για ποια τουριστική ανάπτυξη μπορούμε να μιλάμε όταν, από πλευράς μεγέθους των ξενοδοχειακών της επιχειρήσεων, η χώρα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της διεθνούς κατατάξεως –πράγμα που σημαίνει ότι υστερεί σε αποτελεσματικότητα. Πέρα λοιπόν από την προσέλκυση επενδύσεων, είναι σαφές ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ισχυροποιήσει και τις επιχειρηματικές της δομές. Ιδιαίτερα δε στον τομέα παροχής υπηρεσιών, όπως είναι ο τουρισμός και η ευρεία γκάμα δραστηριοτήτων που προσφέρει.