Σύμφωνα με την συμβατική ερμηνεία της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, η ανάπτυξη σταμάτησε στην Δύση επειδή η ζήτηση κατέρρευσε, ούσα θύμα του υψηλού χρέους που είχε συσσωρευθεί πριν από την κρίση.
του
Raghuram G. Rajan*
Σύμφωνα με την
συμβατική ερμηνεία της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, η ανάπτυξη σταμάτησε στην
Δύση επειδή η ζήτηση κατέρρευσε, ούσα θύμα του υψηλού χρέους που είχε
συσσωρευθεί πριν από την κρίση.
Νοικοκυριά και χώρες δεν ξοδεύουν επειδή δεν
μπορούν να δανειστούν τα κεφάλαια για να το πράξουν και ο καλύτερος τρόπος για
την αναζωογόνηση της ανάπτυξης, συνεχίζει το επιχείρημα, είναι να βρουν τρόπους
για να ρεύσει χρήμα και πάλι.
Οι κυβερνήσεις που ακόμα μπορούν θα πρέπει να
δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα και οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει
να ωθήσουν τα επιτόκια ακόμη πιο κάτω για να ενθαρρύνουν τα φειδωλά νοικοκυριά
να αγοράζουν και όχι να αποταμιεύουν.
Οι ηγέτες θα πρέπει να ανησυχήσουν για το
συσσωρευμένο χρέος αργότερα, όταν οι οικονομίες τους θα έχουν πάρει και πάλι
μπροστά.
Η θεωρία αυτή –η κλασσική κεϋνσιανή γραμμή,
τροποποιημένη για να ταιριάζει σε μία κρίση χρέους– είναι εκείνη την οποία οι
περισσότεροι Δυτικοί αξιωματούχοι, οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι οικονομολόγοι
της Γουώλ Στρητ υιοθετούν σήμερα.
Δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν
δείξει σημάδια ανάκαμψης, οι αυθεντίες της θεωρίας του Κέϋνς γρήγορα ανακήρυξαν
επιτυχείς τις πολιτικές τους, καταδεικνύοντας την αναδυόμενη ύφεση στις
οικονομίες της Ευρώπης ως την απόδειξη της τρέλας της δημοσιονομικής
λιτότητας.
Αλλά είναι δύσκολο να συνδεθεί η ανάκαμψη (ή
η έλλειψή της) με συγκεκριμένες πολιτικές παρεμβάσεις. Μέχρι πρόσφατα, οι ίδιοι
αυτοί ειδήμονες διαμαρτύρονταν ότι τα πακέτα αναθέρμανσης στις ΗΠΑ ήταν πολύ
μικρά.
Έτσι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν να πιστωθούν το κεϋνσιανό πρόγραμμα
αναθέρμανσης ακόμη και αν η ανάκαμψη δεν είχε πραγματοποιηθεί, λέγοντας: «Σάς
είπαμε να κάνετε περισσότερα».
Και τα μαζικά δημοσιονομικά ελλείμματα στην
Ευρώπη, καθώς και η τεράστια αύξηση της χορήγησης δανείων σε εμπορικές τράπεζες
από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δείχνουν ότι δεν είναι λόγω έλλειψης
προγραμμάτων αναθέρμανσης της οικονομίας ο λόγος που η ανάπτυξη εξακολουθεί να
είναι εύθραυστη στην Γηραιά Ήπειρο.
Στην πραγματικότητα, τα σημερινά οικονομικά
προβλήματα δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα της ανεπαρκούς ζήτησης, αλλά εξίσου
αποτέλεσμα μιας στρεβλής προσφοράς. Για δεκαετίες πριν από την οικονομική κρίση
του 2008, προηγμένες οικονομίες έχαναν την ικανότητά τους να αναπτύσσονται
κάνοντας χρήσιμα πράγματα.
Αντίθετα, χρειαζόταν να αντικαταστήσουν με κάποιον
τρόπο τις θέσεις εργασίας που χάνονταν λόγω της τεχνολογίας και του ξένου
ανταγωνισμού και να πληρώσουν για τις συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη
του γηράσκοντος πληθυσμού τους.
Έτσι, σε μία προσπάθεια να ωθήσουν την
ανάπτυξη, οι κυβερνήσεις ξόδεψαν περισσότερα απ’ ό,τι μπορούσαν να αντέξουν και
προώθησαν την εύκολη πίστωση, ώστε τα νοικοκυριά να πράξουν το ίδιο.
Η
εξαρτώμενη από τον δανεισμό ανάπτυξη που δημιούργησαν οι χώρες αυτές
αποδείχθηκε μη βιώσιμη.Αντί να προσπαθήσουν να επιστρέψουν στους
τεχνητά υψηλούς προ κρίσης ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, οι κυβερνήσεις πρέπει να
αντιμετωπίσουν τις βασικές αδυναμίες των οικονομιών τους.
Στις ΗΠΑ, αυτό
σημαίνει την εκπαίδευση ή την επανεκπαίδευση των εργαζομένων που υστερούν, την
ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας, καθώς και την
εκμετάλλευση της δύναμης του χρηματοπιστωτικού τομέα να κάνει κάτι καλό,
εμποδίζοντάς τον ταυτοχρόνως να χάσει τον δρόμο του.
Στην νότια Ευρώπη,
αντίθετα, αυτό σημαίνει κατάργηση των ρυθμίσεων που προστατεύουν τις
επιχειρήσεις και τους εργαζομένους από τον ανταγωνισμό και την συρρίκνωση της
παρουσίας της κυβέρνησης σε ένα πλήθος κλάδων και, στην διάρκεια της
διαδικασίας αυτής, την κατάργηση των περιττών, μη παραγωγικών θέσεων εργασίας
(στο Δημόσιο).
Εύκολη ανάπτυξη τέλος
Για να γίνει κατανοητό
τί θα δουλέψει και τί όχι στην προσπάθεια να αποκατασταθεί η βιώσιμη ανάπτυξη,
βοηθά να εξετασθεί μία μικρογραφία της οικονομικής ιστορίας των τελευταίων 60
ετών.
Οι δεκαετίες 1950 και 1960 ήταν μία περίοδος
ταχείας οικονομικής ανάπτυξης στην Δύση και στην Ιαπωνία. Διάφοροι παράγοντες
ενίσχυσαν αυτήν την μεγάλη έκρηξη: η μεταπολεμική ανοικοδόμηση, η ανάκαμψη του
εμπορίου μετά τον προστατευτισμό της δεκαετίας του 1930, το πιο μορφωμένο
εργατικό δυναμικό και η ευρύτερη χρήση των τεχνολογιών –όπως, για παράδειγμα,
της ηλεκτρικής ενέργειας και του κινητήρα εσωτερικής καύσης.
Αλλά, όπως έχει
υποστηρίξει ο οικονομολόγος TylerCowen, όταν αυτοί οι
προσιτοί καρποί γίνουν κοινό κτήμα, καθίσταται πολύ πιο δύσκολο να συντηρηθεί ο
ρυθμός ανάπτυξης των οικονομιών.
Η εποχή της ταχείας ανάπτυξης έφθασε σε ένα
ξαφνικό τέλος στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν οι χώρες του ΟΠΕΚ,
συνειδητοποιώντας την αξία της συλλογικής διαπραγματευτικής ισχύος τους,
εκτόξευσαν στα ύψη την τιμή του πετρελαίου.
Καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε, οι
κυβερνητικές δαπάνες διογκώθηκαν. Κατά την διάρκεια των καλών χρόνων της
δεκαετίας του 1960, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις ήταν γρήγορες στο να
επεκτείνουν το κράτος πρόνοιας.
Αλλά αυτό σημαίνει ότι, όταν αργότερα η ανεργία
αυξηθεί, το ίδιο θα έκαναν και οι δημόσιες δαπάνες για τις παροχές προς τους
ανέργους, ακόμη και αν τα φορολογικά έσοδα συρρικνωθούν.
Οι κεντρικές τράπεζες κάλυψαν για λίγο αυτές
τις δαπάνες με την επεκτατική νομισματική πολιτική. Αυτό, όμως, οδήγησε σε
υψηλό πληθωρισμό στην δεκαετία του 1970, κάτι το οποίο επιδεινώθηκε από την
άνοδο των τιμών του πετρελαίου.
Ο πληθωρισμός αυτός, αν και μείωσε την
πραγματική αξία του χρέους των κυβερνήσεων, δεν προκάλεσε ανάπτυξη. Αντ’ αυτού,
ο στασιμοπληθωρισμός διάβρωσε την πίστη των περισσότερων οικονομολόγων και
πολιτικών στις κεϋνσιανές πολιτικές τόνωσης της οικονομίας.
* Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στην Οικονομική
Σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγου, αρθρογράφος στο περιοδικό ForeignAffairs