Η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε πολύ σοβαρά αδιέξοδα και αρνείται να ενηλικιωθεί πολιτικά. Κατά συνέπεια, οδηγείται μοιραία στην επιλογή εκλογές ή δημοψήφισμα –με όλες τις σχετικές συνέπειες.
Αν λοιπόν η χώρα μας τα μαζέψει και αποχωρήσει από την Ευρωζώνη στην αρχή και από την Ένωση στην συνέχεια, πολλοί είναι αυτοί που θα πουν «επιτέλους, το βαρίδι έφυγε».
Πολύ φοβούμεθα ότι το άρθρο του καθηγητή κ. Γιάννη Βούλγαρη στα Νέα της
3ης Ιανουαρίου 2015 θα αποδειχθεί προφητικό.
Υπό τον τίτλο «Η
αριστερά και η ψευδαίσθηση της αισιοδοξίας», ο αρθρογράφος έγραφε, μεταξύ
άλλων, και τα ακόλουθα: «Ο κίνδυνος (σ.σ. η
Ελλάδα να βγει από την Ευρωζώνη και να γίνει μία νέα Αλβανία) μπορεί να
προκύψει δια της διολισθήσεως. Όπως συνέβη και σε προηγούμενες εθνικές
καταστροφές ή δραματικές οπισθοδρομήσεις της χώρας.
Όταν το κεντρικό δίλημμα
και ο στρατηγικός στόχος χάνονταν ή διαχέονταν σε επιμέρους αντιφατικές
επιδιώξεις των διάφορων μεγάλων ή μικρών παικτών. Σε τέτοιες καταστάσεις, ο
κίνδυνος δεν προκύπτει από την Μεγάλη Απόφαση, αλλά από δευτερεύοντα διλήμματα,
από μικρά βήματα στην λάθος κατεύθυνση που στην αρχή δεν δείχνουν εκτροχιασμό,
από επιμέρους αλληλοσυγκρουόμενες σκοπιμότητες, από λαθεμένες εκτιμήσεις των
περιθωρίων κίνησης, από τις ακαμψίες που προκαλεί η δημαγωγία, από την
αμφιθυμία των επιδιώξεων.
Έτσι προκύπτει το πολιτικό ατύχημα, ως ακούσιο αποτέλεσμα
και όχι ως εκούσια επιδίωξη. Η κατάληξη της κρίσης του 1965 στην δικτατορία του
1967, την οποία λίγοι ήθελαν, αποτελεί αρχετυπικό παράδειγμα πολιτικής
χρεοκοπίας “δια της διολισθήσεως”. »
Ανάλογο κίνδυνο αντιμετωπίζουμε σήμερα. Με
το να τον ξορκίζουμε και να τον καταγγέλλουμε ως κινδυνολογία ή εκφοβισμό απλώς
τον καθιστούμε πιθανότερο. Γιατί οι αιτίες που αυξάνουν τις πιθανότητες
ατυχήματος “δια της διολισθήσεως” είναι δύο.
Η πρώτη είναι ο μιθριδατισμός της
κοινής γνώμης και του δημόσιου λόγου, η παθητική αποδοχή ενός διαφαινόμενου
κινδύνου από κούραση ή καιροσκοπική “προσαρμογή” στους όρους του παιχνιδιού που
(σ.σ. ήδη προεκλογικά) έχει θέσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η δεύτερη αιτία είναι η αβεβαιότητα
που προκαλούν σήμερα οι ασάφειες και οι ακροβασίες της συγκυβέρνησης».
Μοιραία, λοιπόν, η χώρα οδηγείται προς
δραματικές επιλογές, το κόστος των οποίων μπορεί να καταλήξει στην πλήρη
καταβύθισή της, με τραγικές συνέπειες για όλους τους Έλληνες.Υπό αυτές τις συνθήκες, οι υπαινιγμοί του
πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών για την προσφυγή σε νέες εκλογές ή
δημοψήφισμα, όπως έγραφε η Εστία και επισημαίνει μερίδα του ευρωπαϊκού Τύπου,
κάθε άλλο παρά μακρυά από την πραγματικότητα είναι.
Πλην όμως, ο κ. Αλέξης
Τσίπρας αγνοεί την πραγματικότητα της Ευρώπης και της πορείας της προς την
ολοκλήρωση –και αυτό είναι το λάθος του.Η σημερινή ΕΕ έχει βαρεθεί με την Ελλάδα. Η
χώρα είναι πρόβλημα για την Ευρώπη και την προσπάθεια που καταβάλλει να
αντιμετωπίσει μεγάλες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές προκλήσεις.
Αν λοιπόν η
χώρα μας τα μαζέψει και αποχωρήσει από την Ευρωζώνη στην αρχή και από την Ένωση
στην συνέχεια, πολλοί είναι αυτοί που θα πουν «επιτέλους, το βαρίδι έφυγε».
Από
την στιγμή δε που θα συμβεί κάτι τέτοιο, δεν είναι λίγοι πλέον μέσα στην Ευρώπη
αυτοί που υποστηρίζουν ότι η ευρωπαϊκή διαδικασία ολοκλήρωσης θα επιταχυνθεί
και θα γίνει περισσότερο αποτελεσματική. Διότι, στους κόλπους του ευρωπαϊκού
μορφώματος υπάρχουν χώρες που θέλουν την ολοκλήρωσή του και επίσης η Ελλάδα
–και εν μέρει η Γαλλία– που δεν την θέλουν.
Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να
συνεχίζεται εσαεί. Συνεπώς, η ώρα της κρίσεως πλησιάζει ολοταχώς.Σε κάθε περίπτωση, οι προσεχείς κινήσεις
προϋποθέτουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξεκαθαρίσει πού βρίσκεται το πραγματικό κέντρο
εξουσίας και αν έχει επί της ουσίας την δεδηλωμένη.
Όσο σημαντικό κι αν είναι
στην νοοτροπία της κομμουνιστογενούς αριστεράς το κόμμα, δεν είμαστε στην εποχή
του Λένιν και της επαναστατικής πρωτοπορίας. Ο κ. Τσίπρας και η κοινοβουλευτική
ομάδα του λογοδοτούν στα εκατομμύρια των εκλογέων και όχι στα όργανα ενός
κόμματος –πόσω μάλλον όταν αυτό έχει μόλις 30.000 μέλη και, απ’ όσο είδαμε,
ελάχιστη εσωτερική συνοχή.
Επιπλέον, ο φόβος της κυβέρνησης για την
ίδια την κοινοβουλευτική της ομάδα, όπως αποδείχθηκε με την άρνηση να φέρει την
γενικόλογη «συμφωνία» της 20ης Φεβρουαρίου στην Βουλή, θέτει το
ερώτημα αν υπάρχει επί της ουσίας δεδηλωμένη ή αν η κυβέρνηση και ο κ. Τσίπρας
είναι αναγκασμένοι να κυβερνούν με «μεταβαλλόμενες» πλειοψηφίες, ανάλογα με το
θέμα.
Η κατάσταση είναι κρίσιμη και η εξέλιξη
εξαρτάται από την αποφασιστικότητα και την ευθυκρισία του ηγετικού κέντρου. Σε
λίγες μέρες θα μάθουμε αν την έχει.