του
Χρήστου Α. Ιωάννου*
Καθώς ο πολιτ(ευτ)ικός ετεροπροσδιορισμός «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» θόλωσε, αυτός στρέφεται –εκλογική πολιτ(ευτ)ική κουβέντα να γίνεται– στο «παλαιό-νέο», εξίσου ρηχά και ανεπεξέργαστα. Αν κριτήριο-αφετηρία για το παλιό και το νέο είναι τα πρόσωπα, οι ιδέες και η εφαρμογή τους από αυτά, τότε μνημόνιο και αντιμνημόνιο ανήκουν στο παλαιό. Σε αυτό που κάνει πέντε χρόνια τώρα την χώρα να «σέρνεται» από μνημόνιο σε μνημόνιο, κινδυνεύοντας να οδηγηθεί σε δεκαετία μνημονίων.
Το διακομματικά παλιό τροφοδοτεί τουλάχιστον επί δεκαετία και πλέον τον αντιαναπτυξιακό και σισύφειο δρόμο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού μέσω απογείωσης των δημοσίων δαπανών και της απόπειρας προσαρμογής μέσω αλλεπάλληλων φορολογικών επιδρομών, οι οποίες συνέβαλαν στην εγχώρια παραγωγική αποδιάλυση, συνεχίζοντας την ραγδαία συρρίκνωση που προηγήθηκε της χρεοκοπίας.
Ξεχνάτε ότι πριν τα πέντε χρόνια μνημονίων η Ελλάδα βρισκόταν ήδη για πέντε χρόνια στην «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος»; Ότι παρά τις πολιτ(ευτ)ικές «εξυπηρετήσεις» εκ μέρους της τότε Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του προέδρου της, το υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, που καλυπτόταν αφειδώς με νέο εξωτερικό δημόσιο δανεισμό –ακόμη και για τις ανάγκες πληρωμής των τόκων– γινόταν χρόνο-χρόνο υπερβολικότερο; Είναι τότε που η χώρα με κυβερνητικές επιλογές συσσώρευε νέα υπερβολικά ελλείμματα και δημόσια χρέη και οι αντιπολιτεύσεις κατήγγειλαν την πολιτική λιτότητος.
Αυτά ξεχάστηκαν υπό το σοκ της χρεοκοπίας και των μνημονίων, αλλά και τα μνημόνια προσαρμόστηκαν στο αρχέτυπο του παλαιού. Ενώ φθάσαμε στην χρεοκοπία κατά 3/4 λόγω εκτροχιασμού των δημοσίων δαπανών, υιοθετήθηκε η επιλογή του εκτροχιασμού της φορολογικής πολιτικής με τις αλλεπάλληλες φοροεπιδρομές –που συνεχίζονται, αποφεύγοντας ως πολιτ(ευτ)ικό σύστημα την προσαρμογή κυρίως μέσω των δημοσίων δαπανών, επιλογή που ενείχε την υποχρέωση να θιγούν συμφέροντα στο πελατειακό κράτος.
Το 2010 η δημοσιονομική προσαρμογή (σε ποσοστό ΑΕΠ) βασίστηκε κατά 4,83% σε πρόσθετη φορολογία και κατά 3,76% σε μειώσεις δαπανών. Το 2011 κατά 4,69% στην φορολογία και κατά 4,08% σε μειώσεις δαπανών. Το 2012 κατά 3,11% σε πρόσθετη φορολογία και κατά 2,84% σε μειώσεις δαπανών. Μόνον το 2013 άλλαξε το μείγμα, με 1,16% πρόσθετη φορολογία και 4,41% μειώσεις δαπανών, όπως και το 2014, με 0,52% σε νέα φορολογικά έσοδα και 1,58% σε δαπάνες (αν και πολιτικές και δικαστικές αποφάσεις ακύρωσαν σημαντικό μέρος της μείωσης δαπανών του 2013-2014).
Εκ των πραγμάτων, η δημοσιονομική προσαρμογή της περιόδου 2010-2014 κατέληξε να έχει βασισθεί κατά 60% σε αύξηση φόρων και κατά 50% σε περικοπή δαπανών. Αυτό το (απολογιστικό) 50-50 «θεωρητικοποιήθηκε», συγκαλύπτοντας το εμπροσθοβαρές των φορολογικών επιδρομών. Οι μέσοι όροι χρησιμοποιήθηκαν ως άλλοθι, χωρίς όμως κανείς να εξηγήσει πολιτικά και τεχνικά από πού προέκυπτε η ορθότητα και η αναγκαιότητα του 50-50 με κριτήρια οικονομικής λογικής, αναπτυξιακής επιλογής, κοινωνικής δικαιοσύνης, κλπ. Η κύρια ευθύνη είναι εγχώρια, παρά το ότι και οι τροϊκανοί «αλεξιπτωτιστές» τροφοδότησαν και αυτοί την (καταστροφική) αυταπάτη των μέσων όρων: «αφού οι μέσοι όροι στα φορολογικά έσοδα ως προς το ΑΕΠ είναι κάτω του μέσου όρου της ΕΕ, ας αυξήσουμε τους ονομαστικούς συντελεστές».
*
Οικονομολόγος