Η Ευρώπη και η ευκαιρία του Κυριάκου Μητσοτάκη
Ο Πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τα προσόντα που διαθέτει, δεν θα πρέπει να ενδώσει στις εγχώριες σειρήνες της μικροπολιτικής αλλά να αναδείξει την στόφα Ευρωπαίου ηγέτη
Η συζήτηση λοιπόν για το μέλλον της Ευρώπης που αναγκαστικά πλέον θα γίνει –όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και, κυρίως, στην Ευρώπη– προσφέρει στον Κυριάκο Μητσοτάκη πεδίον δόξης λαμπρόν να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του εκείνες για τις οποίες κάποιοι εντός (αλλά, κατά το πλείστον, εκτός) ΝΔ διέκριναν και για τις οποίες τού ανέθεσαν την εντολή να ηγηθεί του κόμματος, ίσως δε αργότερα και της χώρας.
του
Παναγιώτη Μαυρίδη*
Αν, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, «οι Ευρωπαίοι δεν αγαπάνε πλέον την Ευρώπη», η μάλλον αυθαίρετη αυτή διαπίστωση θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για τον πρόεδρο της ΝΔ και την αντίληψή του για ένα νέο ευρωπαϊκό σχέδιο. Αυτό που θα μπορούσε «να εμπνεύσει τους λαούς και να τονώσει την πίστη τους στην χρησιμότητα της Ευρώπης». Από την στιγμή, λοιπόν, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έπιασε» το ευρωπαϊκό διακύβευμα, οφείλει να βρει και το αφήγημα –στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό δίνει τα διαπιστευτήρια ενός πολιτικού (πόσω μάλλον εθνικού) ηγέτη και τον διαχωρίζει από έναν σχολιαστή, αναλυτή, σύμβουλο.
Ουδείς βεβαίως αμφιβάλλει για την δυσκολία του εγχειρήματος –πόσω μάλλον όταν το νέο ευρωπαϊκό σχέδιο στο οποίο αναφέρθηκε ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σχολιάζοντας το αποτέλεσμα του βρεταννικού δημοψηφίσματος, δεν φαίνεται πουθενά στον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Ούτε στον ορίζοντα εκείνων που έχουν το βάρος της ευθύνης για την πορεία που θα τραβήξει το ευρωπαϊκό καράβι, ούτε, πολύ περισσότερο, εκείνων που ευθύνονται για το επικίνδυνο σημείο στο οποίο έχει περιέλθει σήμερα.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, ουδείς αμφιβάλλει ότι στις δυσκολίες αναδεικνύονται οι πραγματικοί ηγέτες. Και είναι αλήθεια πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλλιέργησε ελπίδες και προσδοκίες ότι διαθέτει ηγετική στόφα, όχι μόνον για να ηγηθεί μίας ΝΔ σε πολιτική απαξίωση (ή, πολύ περισσότερο, μίας κατακερματισμένης ελληνικής κεντροδεξιάς), αλλά κυρίως μίας Ελλάδας με σαφές έλλειμμα στρατηγικού, οικονομικού, γεωπολιτικού προσανατολισμού.
Η συζήτηση λοιπόν για το μέλλον της Ευρώπης που αναγκαστικά πλέον θα γίνει –όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και, κυρίως, στην Ευρώπη– προσφέρει στον Κυριάκο Μητσοτάκη πεδίον δόξης λαμπρόν να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του εκείνες για τις οποίες κάποιοι εντός (αλλά, κατά το πλείστον, εκτός) ΝΔ διέκριναν και για τις οποίες τού ανέθεσαν την εντολή να ηγηθεί του κόμματος, ίσως δε αργότερα και της χώρας.
Είναι μία συζήτηση όχι μόνον πολιτικά επίκαιρη (καθότι εθνικά και ευρωπαϊκά αναγκαία), αλλά, το κυριότερο, μία συζήτηση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Κυριάκου –ο οποίος, κατά γενική παραδοχή, δεν ανταποκρίνεται με ιδιαίτερη επάρκεια στο παιχνίδι της μικροπολιτικής.
Αντί, λοιπόν, να ανακατεύεται με μικροπολιτικά πίτουρα με κίνδυνο να τον φάνε οι… εγχώριες κότες, θα ήταν σοφότερο για τον Κυριάκο να κοιτάξει πέραν από τα στενά όρια της χώρας. Να αξιοποιήσει το λαμπρό βιογραφικό του, τις διεθνείς διασυνδέσεις του, την άριστη γνώση του σε ξένες γλώσσες. Προσόντα, δηλαδή, που σπανίζουν στο υπάρχον ελληνικό πολιτικό προσωπικό. Προσόντα τα οποία φιλοτεχνούν περισσότερο το προφίλ ενός Ευρωπαίου (παρά επαρχιώτη) πολιτικού, ο οποίος (ελλείψει Ευρωπαίων ηγετών) μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμος τόσο για την Ευρώπη όσο, φυσικά, και για την χώρα του.
*Πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος