Εκείνη την εποχή, οι ΗΠΑ ήταν ο μοναδικός πάροχος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού για την ανοικοδόμηση. Κατά συνέπεια, χωρίς πρόσβαση σε αμερικανικά δολλάρια, οι οικονομίες της Ευρώπης δεν μπορούσαν να αποκτήσουν τις πρώτες ύλες που χρειάζονταν για την αύξηση των εξαγωγών τους.
Με περιορισμένη ή και σχεδόν ανύπαρκτη διαθεσιμότητα αποθεμάτων σκληρού νομίσματος (δολλάρια ή χρυσό) και ελάχιστες προοπτικές απόκτησης δολλαρίων μέσω κερδών από εξαγωγές, οι ευρωπαϊκές οικονομίες επεχείρησαν να συρρικνώσουν τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών με το να συμπιέζουν τις εισαγωγές από άλλες (κυρίως) ευρωπαϊκές χώρες. Η προσδοκία ήταν ότι η συμπίεση των εισαγωγών θα τούς επέτρεπε να συγκεντρώσουν αρκετά δολλάρια για να αγοράσουν εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών από τις ΗΠΑ.
Επειδή, όμως, αρκετές χώρες εφήρμοσαν την ίδια τακτική σε ένα περιβάλλον στο οποίο ήταν σε εφαρμογή ένα ευρύ φάσμα περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και οι επίσημες συναλλαγματικές ισοτιμίες ήταν συνδεδεμένες με το δολλάριο, «άνθησε» μία παράλληλη αγορά συναλλάγματος. Το premium στην μαύρη αγορά –σε σχέση με την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία– στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης (και στην Ιαπωνία) είχε εκτοξευθεί στα ύψη έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, αγγίζοντας επίπεδα που τώρα συνηθίζουμε να συνδέουμε με «ασταθείς» αναδυόμενες αγορές.
Σήμερα, επτά δεκαετίες αργότερα και παρά την ευρεία παγκόσμια τάση προς μεγαλύτερη ευελιξία στην συναλλαγματική πολιτική και την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων διαμέσου εθνικών συνόρων, μία «έλλειψη δολλαρίων» έχει επανέλθει στο προσκήνιο. Πράγματι, σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες η μόνη αγορά σε άνθηση την τελευταία διετία ήταν η μαύρη αγορά ξένου συναλλάγματος. Οι παράλληλες αγορές συναλλάγματος, κυρίως για δολλάρια, έχουν επιστρέψει.
Αυτή την φορά η πηγή για την έλλειψη σε δολλάρια δεν είναι η ανάγκη για μεταπολεμική ανοικοδόμηση –αν και σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που συμβάλλει στην έλλειψη. Αντιθέτως, χώρες σε Αφρική, Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία και Λατινική Αμερική (κυρίως η Βενεζουέλα) έχουν υποστεί πολύ ισχυρό πλήγμα από την «βουτιά» που καταγράφουν από το 2012 οι τιμές του πετρελαίου και εμπορευμάτων.
Έπειτα από μία μακρά και θεαματική «χρυσή περίοδο» για τις τιμές εμπορευμάτων από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, με βασική κινητήριο δύναμη την επενδυτική έκρηξη της Κίνας, πολλοί εξαγωγείς εμπορευμάτων βρέθηκαν με αποθέματα ξένου συναλλάγματος σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Αυτά τα αποθέματα ήταν κυρίως περιουσιακά στοιχεία σε δολλάρια και ειδικότερα αμερικανικά κρατικά χρεόγραφα.
Στην διάρκεια των ημερών της ευφορίας, το να αποφύγουν ή να αποκλίνουν από την συναλλαγματική ανατίμηση ήταν πιθανότατα η σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετώπισαν πολλές κεντρικές τράπεζες. Υπό αυτές τις «μεθυστικές» συνθήκες, ορισμένες χώρες πήγαν παραπέρα και υιοθέτησαν (για μία ακόμη φορά) την πολιτική σύνδεσης του νομίσματός τους με το δολλάριο.
Για χώρες που είχαν υιοθετήσει πιο ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες (μεταξύ άλλων, Ρωσία, Βραζιλία και Κολομβία) η αντίστροφη μέτρηση για τις τιμές πετρελαίου και πρωτογενών εμπορευμάτων οδήγησε σε ένα κύμα κατάρρευσης νομισμάτων, ενώ εκείνες που διατήρησαν πιο αυστηρά συναλλαγματικά καθεστώτα βίωσαν ραγδαίες απώλειες συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Επειδή συνεχιζόταν η κατρακύλα των τιμών, στο χρονικό διάστημα έως το 2015 αυστηροποιήθηκαν τα capital controls και τα καθεστώτα σύνδεσης νομισμάτων με το δολλάριο αναπροσαρμόσθηκαν ή καταργήθηκαν. Η επιβολή προστίμων, ή ακόμα και ποινών φυλάκισης, σε βάρος ανεπίσημων traders συναλλάγματος δεν σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία.
Οι ελλείψεις σε δολλάρια εξελίχθηκαν σε ιδιαιτέρως οξύ πρόβλημα σε χώρες όπως, μεταξύ άλλων, η Αίγυπτος, η Νιγηρία, το Ιράν, η Αγκόλα, το Ουζμπεκιστάν και το Νότιο Σουδάν. Στην Μιανμάρ, όπου οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ενοποιήθηκαν το 2012, η παράλληλη αγορά για δολλάρια πήρε νέα πνοή. Το φαινόμενο ποικίλλει και είναι ευρύτερα διαδεδομένο και περίπλοκο, αλλά είναι χρήσιμο να εστιάσουμε στις πιο ακραίες περιπτώσεις.
Μία αναζήτηση σε άρθρα ειδήσεων από το 2000 έως το 2016, στα οποία εμφανίζονται οι όροι «έλλειψη δολλαρίων», «μαύρη αγορά» ή «παράλληλες αγορές ξένου συναλλάγματος», καταδεικνύει ότι οι ανησυχίες για έλλειψη δολλαρίων κλιμακώθηκαν το 2008, εν μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Παρόλα αυτά, από το 2014 η αύξηση είναι πιο έντονη.
Η ελεύθερη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν εξάλειψε εντελώς το premium παράλληλης αγοράς σε χώρες όπως η Νιγηρία, καθώς είναι ακόμη μακρινή προοπτική ένας de facto εξορθολογισμός. Στο μεταξύ, η μείωση της αξίας ή η υποτίμηση (που ήταν ακόμη πιο δραματική στην μαύρη αγορά) δεν πρόκειται να δώσει σημαντική ώθηση στις εξαγωγές, διότι ένα ή αρκετά+ εμπορεύματα –οι τιμές των οποίων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα– κυριαρχούν στους εμπορεύσιμους τομείς αυτών των χωρών, ενώ τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη είναι σε δολλάρια.
Ακόμη πιο επείγουσας σημασίας είναι το γεγονός ότι η έλλειψη σε δολλάρια έχει εξελιχθεί σε ελλείψεις τροφίμων σε χώρες όπως η Αίγυπτος και η Βενεζουέλα, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της υποσαχάριας Αφρικής, καθώς εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ειδών διατροφής. Δεδομένης της συμπίεσης των εισαγωγών, των συνεπαγόμενων ελλείψεων και της εκτόξευσης των τιμών στην μαύρη αγορά, οι πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού βρέθηκαν σε πραγματικό κίνδυνο.
Το Σχέδιο Μάρσαλ, μέσω των γενναίων χορηγήσεων, σχεδιάστηκε ώστε να ανακουφίσει την έλλειψη δολλαρίων στην μεταπολεμική Ευρώπη. Στους σύγχρονους καιρούς δεν διαφαίνεται κάτι αντίστοιχο στον ορίζοντα. Υπό τις ισχύουσες συνθήκες, είναι λογικότερο να αναμένει κανείς μία εκδοχή της δεκαετίας του 1980, με περισσότερες αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες να ζητούν προγράμματα Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτό ίσως να αποτελεί ευκαιρία για την Κίνα να αναπληρώσει το κενό στην κορυφή.
*Καθηγήτρια Διεθνούς Χρηματοοικονομικής στο Kennedy School of Government του πανεπιστημίου Χάρβαρντ