Από το έτος 1648, οπότε με την υπογραφή της συνθήκης της Βεστφαλίας δημιουργήθηκαν τα πρώτα έθνη – κράτη, μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι πολεμικές συρράξεις μεταξύ κρατών αποτελούσαν τον κανόνα και οι μεσολαβούσες ειρηνικές περίοδοι την εξαίρεση. Η ανάγκη τερματισμού ή περιορισμού του καθεστώτος αυτού, η συνειδητοποίηση ότι τα νέα πολεμικά όπλα μπορούν να επιφέρουν καταστροφή ολόκληρου του πλανήτη, οι επιπτώσεις από την αύξηση του πληθυσμού και των οικονομικών δραστηριοτήτων στο περιβάλλον, η ανάγκη καταπολέμησης του διεθνούς εγκλήματος και της διεθνούς τρομοκρατίας αλλά και η επιδίωξη διαρκούς ανόδου του επιπέδου ευημερίας οδήγησαν στην δημιουργία διακυβερνητικών ή υπερεθνικών οργανισμών, όπως ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας δυτικού τύπου, ιδιαίτερα μετά την πτώση του κομμουνιστικού συνασπισμού το 1989, εξέθρεψε αυταρέσκεια και εφησυχασμό, οδήγησε συχνά σε υπερφορολόγηση και υπερ-ρύθμιση αλλά και σε οικονομική οπισθοδρόμηση ευρέων στρωμάτων του πληθυσμού σε αρκετές δυτικές χώρες. Ωστόσο τα προβλήματα αυτά δεν πρόκειται να λυθούν με τον προστατευτισμό, τον απομονωτισμό και την εσωτερική περιχαράκωση.
Η ελεύθερη οικονομία, που βασίζεται στην εξειδίκευση και τον καταμερισμό της εργασίας σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κλίμακα, σημαίνει συνεργασία, κοινή δράση, ειρηνική ανταλλαγή και, βεβαίως, αποφυγή βίαιων, τρομοκρατικών ενεργειών και πολεμικών συγκρούσεων. Ο έμπορος και ο πολεμιστής υπήρξαν πάντοτε ανταγωνιστές στην ιστορία. Το εμπόριο και η οικονομία δεν ανθίζουν στα πεδία των μαχών και τα εργοστάσια δεν παράγουν υπό βομβαρδισμό. Η πεμπτουσία της οικονομίας της αγοράς είναι οι ελεύθερες οικονομικές συναλλαγές, υπό το κράτος σαφών και σταθερών κανόνων δικαίου, χωρίς δασμούς, μέτρα προστασίας και ειδικά προνόμια σε φίλους και «ημετέρους».
Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα ανοίγονται δύο οδοί: η πρώτη, της «ανελεύθερης δημοκρατίας», συνεπάγεται αυταρχική διακυβέρνηση με προσπάθεια επιβράδυνσης των αλλαγών από μία «πεφωτισμένη» ηγεσία και «ανάκτηση του ελέγχου» εντός των εθνικών συνόρων, ενώ η δεύτερη προωθεί την περαιτέρω διεύρυνση των οικονομικών συναλλαγών και του διεθνούς εμπορίου πιστεύοντας ότι η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία μπορούν να επινοήσουν τρόπους επίλυσης των προβλημάτων χωρίς διακινδύνευση της δημοκρατίας και της παγκόσμιας ειρήνης.