Με άλλα λόγια, πέρα από τις εθνικές μας πολιτιστικές ταυτότητες, εμείς οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να ανακαλύψουμε και τις κοινές αξίες μας. Αυτές που εκπηγάζουν από τον ελληνο-ρωμαϊκό πολιτισμό και από τον χριστιανο-ιουδαϊσμό σε θρησκευτικό επίπεδο.
Υπογράμμιζα ότι αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως κάθε Ευρωπαίος πρέπει να είναι θρησκευόμενος, ούτε ότι όλοι οι πολίτες θα έπρεπε να συμφωνούν με τον Κάρολο Μαρξ ή με τον Πλάτωνα. Θα τούς ήταν χρήσιμο, ωστόσο, να γνωρίζουν ποιος ήταν ο Αριστοτέλης, ο Μοντεσκιέ, ο Σπινόζα και ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Θα έπρεπε να μην θεωρείται ο Καζαντζάκης ποδοσφαιριστής, να μην απαγορεύεται σε κάποια σχολεία των Βρυξελλών ο Όσκαρ Ουάϊλντ γιατί έτσι αποφάσισαν μη-Ευρωπαίοι που την βγάζουν καθαρή στην Ευρώπη και όχι στην Αιθιοπία για παράδειγμα.
Κοντολογίς, η πρότασή μου αναφερόταν στην δημιουργία ενός «πολιτιστικού Μάαστριχτ», το οποίο βεβαίως θα ένωνε αντί να διαιρεί και θα προωθούσε τον διαλογισμό στην θέση έτοιμων συνταγών που σερβίρουν εν είδει «γιατροσοφίου» θλιβεροί καιροσκόποι της πολιτικής.
Όπως αρκετά χρόνια πριν έγραψε ο γνωστός Γάλλος φιλόσοφος και φίλος Εντγκάρ Μορέν, «η ευρωπαϊκή κουλτούρα είναι και παραμένει ένα ταραγμένο και τρικυμιώδες εργοτάξιο, το οποίο δεν υπακούει σε προσχεδιασμούς και σε άκαμπτα προγράμματα. Η δύναμη της ευρωπαϊκής κουλτούρας στηρίζεται ακριβώς στην εφευρετική αταξία, στις τυχαίες πρωτοβουλίες, στις τολμηρές δράσεις. Η πρωτοτυπία της βρίσκεται στο γεγονός ότι είναι ο παραγωγός και το προϊόν μίας δίνης φτιαγμένης από διαδράσεις και διαπλοκές μεταξύ διαφορετικών διαλογισμών, που άλλοτε συνδέουν και άλλοτε χωρίζουν».
Το σημαντικό, λοιπόν, στην ευρωπαϊκή κουλτούρα εντοπίζεται στις μεγάλες ιδέες που την θεμελίωσαν –χριστιανισμός, ουμανισμός, λόγος, επιστήμη– αλλά και στο αντίθετό τους. Η ευρωπαϊκή ευφυΐα δεν βρίσκεται έτσι μόνον στην πολυποικιλότητα και στην αλλαγή, αλλά στον διάλογο των πολυποικιλοτήτων, οι οποίες ως εκ τούτου παράγουν αλλαγές. Συνεπώς, στην ευρωπαϊκή πολιτιστική περίπτωση το καινούργιο δεν προέρχεται από την βελτίωση του παλιού, αλλά από τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η τεράστια δύναμη της ευρωπαϊκής κουλτούρας έγκειται στην δυνατότητά της να αναιρεί τις ιδέες πάνω στις οποίες εδράζεται. Διέπεται έτσι από έναν κριτικό ορθολογισμό, ικανό να αυτοκρίνεται αλλά και να οικουμενοποιείται. Έτσι, στην σημερινή Ευρώπη ουδείς αμφισβητεί ότι πρέπει να διαφυλαχθεί η πολυπολιτισμικότητα και η πολυγλωσσία της ηπείρου μας, που αποτελούν και τον μεγαλύτερο πλούτο της κληρονομιάς μας. Και η διαφύλαξη αυτή αποτελεί κολοσσιαία πρόκληση, γιατί εξαρτάται από την ανάπτυξη ενός «ταυτοτικού πλουραλισμού» ο οποίος θα σέβεται τις τοπικές, περιφερειακές και εθνικές διαφορετικότητες.
Σε μία περίοδο που η παγκοσμιοποίηση δαιμονοποιείται, ταυτοχρόνως δε τροφοδοτεί αντιευρωπαϊκούς εθνικισμούς και τοπικισμούς, γεγονός είναι ότι υπάρχει κίνδυνος η ευρωπαϊκή διάσταση να αφομοιωθεί από το πλανητικό χωριό και τελικά να πέσει θύμα της ανόητης μικροψυχίας. Αυτής που στην διάρκεια του 20ου αιώνα εκκόλαψε τα γνωστά ευρωπαϊκά τέρατα του ολοκληρωτισμού.
Ίσως αυτά να φαντάζουν σήμερα ουτοπικά και περίεργα. Αλλά από κάτι τέτοιες «ουτοπίες» οι Ευρωπαίοι τα τελευταία 72 χρόνια δεν προκάλεσαν παγκόσμιο πόλεμο…