Edition: International | Greek
MENU

Αρχική » Γνώμη

Η νέα πολιτική οικονομία της ανάπτυξης

Ποιες ανατροπές σηματοδοτούν τάσεις και εξελίξεις στον 21ο αιώνα, πέρα από ιδεολογίες και αυταπάτες

Από: EBR - Δημοσίευση: Δευτέρα, 11 Δεκεμβρίου 2017

Η διαπίστωση, πάντως, για την αποτυχία και του Κράτους ήταν ένα σοβαρό πλήγμα, όχι μόνο για την Θεωρία της Ανάπτυξης, αλλά και για την Θεωρία της Οικονομικής Πολιτικής γενικότερα. Φάνηκε ότι δεν υπάρχει μια συνταγή επιτυχίας.  Κράτος ή Αγορά μπορούν εξίσου να οδηγήσουν σε θετικές ή αρνητικές εξελίξεις, ενώ η ασύμμετρη έμφαση στο Κράτος ή την Αγορά οδηγεί σε αναπτυξιακό μπλοκάρισμα. Σταδιακά κατανοήθηκε, ότι αυτό που έχει σημασία είναι ποια χαρακτηριστικά του Κράτους ή της Αγοράς οδηγούν, μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, σε επιτυχία ή αποτυχία. Το διχοτομικό ερώτημα ‘Κράτος ή Αγορά’ αποτελούσε παγίδα και το ερώτημα ήταν πώς θα δέσουν μεταξύ τους Κράτος και Αγορά.
Η διαπίστωση, πάντως, για την αποτυχία και του Κράτους ήταν ένα σοβαρό πλήγμα, όχι μόνο για την Θεωρία της Ανάπτυξης, αλλά και για την Θεωρία της Οικονομικής Πολιτικής γενικότερα. Φάνηκε ότι δεν υπάρχει μια συνταγή επιτυχίας. Κράτος ή Αγορά μπορούν εξίσου να οδηγήσουν σε θετικές ή αρνητικές εξελίξεις, ενώ η ασύμμετρη έμφαση στο Κράτος ή την Αγορά οδηγεί σε αναπτυξιακό μπλοκάρισμα. Σταδιακά κατανοήθηκε, ότι αυτό που έχει σημασία είναι ποια χαρακτηριστικά του Κράτους ή της Αγοράς οδηγούν, μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, σε επιτυχία ή αποτυχία. Το διχοτομικό ερώτημα ‘Κράτος ή Αγορά’ αποτελούσε παγίδα και το ερώτημα ήταν πώς θα δέσουν μεταξύ τους Κράτος και Αγορά.

του Τάσου Γιαννίτση*
     
Το θέμα το οποίο επέλεξα να αναπτύξω  έχει ως κεντρικό αντικείμενο τις μεγάλες μεταβολές στη δυναμική της ανάπτυξης στο σύγχρονο Κόσμο. Στην ουσία, θα αναφερθω για το ποιες δυνάμεις, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, ωθούν προς τα επάνω ή προς τα κάτω την ανάπτυξη των κοινωνιών, όπου τον όρο αυτον πρέπει να τον δούμε τόσο σε σχέση με τις οικονομικά λιγότερο ανεπτυγμένες, όσο όμως και με τις ανεπτυγμένες κοινωνίες, για τις οποίες θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τον όρο ‘ανάπτυξη’ με τον όρο ‘εξέλιξη’. 

Η ‘Οικονομική της Ανάπτυξης’, στην οποία εκλέχθηκα στο Οικονομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ,  αποτελεί κλάδο της Οικονομικής Επιστήμης, που αναδείχθηκε κυρίως μεταπολεμικά, κάτω από την ανάγκη να δοθεί απάντηση στο πώς οι υπανάπτυκτες χώρες -συχνά πρώην αποικίες-, θα μπορούσαν να ξεφύγουν από συνθήκες φτώχειας, εσωτερικής καταπίεσης και οικονομικής τελμάτωσης και να προσεγγίσουν σταδιακά σε ένα επιθυμητό υψηλό επίπεδο διαβίωσης. 

Βασικά ερωτήματα της Οικονομικής της Ανάπτυξης είναι ‘γιατί διαφέρουν οι ρυθμοί μεγέθυνσης μεταξύ χωρών;’ ή ‘γιατί άλλες χώρες αναπτύσσονται και άλλες μένουν πίσω ή οι ίδιες χώρες πότε αναπτύσσονται και πότε οπισθοδρομούν;’. Γιατί μέχρι περίπου την Αναγέννηση το βιοτικό επίπεδο στις διάφορες περιοχές στον πλανήτη είχε ασήμαντες διαφορές και γατί έκτοτε ξεκίνησε μια διακριτή διαφοροποίηση, που ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση του 1820 πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, μέχρι το χάσμα να αρχίσει να περιορίζεται από τη δεκαετία του 1990 και μετά; Γιατί η Κίνα, η οποία προηγήθηκε αιώνες στην ανακάλυψη της πυρίτιδας, της τυπογραφίας, της πυξίδας και άλλων, έμεινε πίσω και υποσκελίστηκε από την ανάπτυξη της Δύσης για αιώνες; 

Οι θεωρίες και ιδεολογίες που αναπτύχθηκαν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ήσαν πολλές, οι αντιλήψεις περί ανάπτυξης βρίσκονταν σε πρώιμη φάση, και πολλές ήσαν και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν, χωρίς να σημειώσουν επιτυχία στο στόχο τους. 

Να αναφερθώ επιγραμματικά και επιλεκτικά στις θεωρίες της ισόρροπης ανάπτυξης, της μη-ισόρροπης ανάπτυξης, του διϋσμού, της στρατηγικής υποκατάστασης εισαγωγών, της εκβιομηχάνισης και της έμφασης στη βαριά βιομηχανία, στη θεωρία των κλαδικών διασυνδέσεων, της εξωστρεφούς ανάπτυξης, στις θεωρίες του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης. Ωστόσο, για τουλάχιστον δυο δεκαετίες -1950 με 1970- το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά απογοητευτικό. Η υπανάπτυξη παρέμεινε σταθερή, ενώ για πολλές χώρες, η ανάπτυξη εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι απρόσιτος στόχος. 

Οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν είχαν σοβαρές διαφορές μεταξύ τους, είχαν όμως, επίσης, δύο τουλάχιστον κρίσιμα κοινά στοιχεία: ότι η ανάπτυξη είναι μια πολυδιάστατη, εξαιρετικά δυναμική και ασυνεχής διαδικασία, και ότι προϋποθέτει συνεχείς μικρότερες ή μεγάλες διαρθρωτικές μεταβολές. Στη διαδικασία αυτή, ανατρέπονται ισορροπίες και δημιουργούνται συνεχείς ανισορροπίες, οι οποίες ωθούν μια χώρα σε ανοδική τροχιά. 

Οι διαρθρωτικές αλλαγές αφορούν κατά κανόνα τις οικονομικές λειτουργίες και συμπεριφορές, το παραγωγικό σύστημα, το ρόλο του Κράτους και τις κρατικές πολιτικές, την εκπαίδευση, την αύξηση της Γνώσης, όπως και τη θεμελιακή σημασία της εμπέδωσης αποτελεσματικών θεσμών και θεσμικών μεταβολών. Πρόσφατα, μια μελέτη των Acemoglou/Robinson, με τίτλο ‘Γιατί αποτυγχάνουν τα Κράτη’ ήρθε να επιβεβαιώσει προγενέστερες αναλύσεις και να δείξει, πόσο οι διαφορές στο θεσμικό σύστημα μπορούν να οδηγήσουν συγκρίσιμες κοινωνίες σε διαφορετικές κατευθύνσεις, και γιατί θεσμοί που δημιουργούν κοινωνίες συνοχής οδηγούν σε πολύ διαφορετικά και θετικά αποτελέσματα απ’ ο,τι κοινωνίες αποκλεισμού. 

Το 1956/7 σημειώνεται μια συμβολή που αλλάζει ριζικά το θεωρητικό υπόβαθρο τόσο των θεωριών της ανάπτυξης, όσο και αυτών της εξέλιξης, και επηρεάζει και σήμερα την οπτική μας. Οι Robert Solow και Trevor Swan διαπιστώνουν σε αναλύσεις τους, ότι η συμβολή της εργασίας και του κεφαλαίου, δηλαδή των δύο κεντρικών παραγόντων της μεγέθυνσης, στους οποίους αναφερόταν μέχρι τότε η Οικονομική Θεωρία, δεν ερμηνεύει παρά ένα πολύ περιορισμένο τμήμα  της μεγέθυνσης, και, ότι, αντίθετα,  το σημαντικότερο τμήμα της μεγέθυνσης του ΑΕΠ εξηγείται από την αλλαγή στις γνώσεις και την τεχνολογία. 

Στη δεκαετία του 1980 αναπτύσσεται η θεωρία του ‘τεχνολογικού’ και αργότερα ‘τεχνοοικονομικού’ αναπτυξιακού υποδείγματος, με έμφαση στα μεγάλα, διαδοχικά, τεχνο-οικονομικά κύματα που καθόρισαν τις εξελίξεις στον 19ο και 20ο αιώνα. Η επικέντρωση στη Γνώση και την τεχνολογική αλλαγή, οδήγησαν σε μια νέα διαπίστωση, που άλλαξε δραματικά τις πολιτικές, ιδίως στον ανεπτυγμένο κόσμο. 

Η αρχική παραδοχή ήταν ότι η τεχνολογία αποτελούσε μεν σοβαρό παράγοντα της μεγέθυνσης, αλλά ήταν ένας εξωγενής παράγοντας, δηλαδή ένας παράγοντας που δεν επηρεάζεται και προκύπτει με κάποιο αυτόματο τρόπο, έξω από τις οικονομικές διαδικασίες. Σταδιακά, όμως,  διαπιστώθηκε, ότι  η τεχνολογία, η γνώση, η καινοτομία, πέρα από το να αποτελούν κρίσιμους παράγοντες της αναπτυξιακής διαδικασίας, αποτελούν επιπλέον, και ενδογενείς παράγοντες, δηλαδή μπορούν να επηρεαστούν από επιλογές που θα κάνει η κρατική πολιτική, οι επιχειρήσεις, τα ερευνητικά κέντρα, ακόμα και τα άτομα. Οι επιλογές όλων αυτών μπορούν να επηρεάσουν, να μεταβάλλουν, να δημιουργήσουν, να ανατρέψουν, να κάνουν διαφορετικούς συνδυασμούς τεχνολογιών και γνώσεων και να επηρεάσουν έτσι δυναμικά τη διαδικασία της παραγωγής και της μεγέθυνσης.  

Η κατανόηση του ενδογενούς χαρακτήρα της τεχνολογικής αλλαγής οδήγησε σε έναν αμείλικτο ανταγωνισμό για διαρκή αλλαγή και προβάδισμα τόσο, κυρίως, τις ανεπτυγμένες, αλλά, επίσης, και μια σειρά αναδυόμενες οικονομίες, με στόχο τη δημιουργία ‘διαφορών’ και μιας όλο και πιο ισχυρής θέσης,  σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο ή έστω ένα τμήμα του. 

Ξέρουμε, ότι στην Ιστορία, πάντα, η ανακάλυψη και συσσώρευση νέων Γνώσεων και οι αλλαγές που προέκυπταν οδηγούσαν στο μετασχηματισμό, την μετεξέλιξη και σε αναϊεραρχήσεις των κοινωνιών. Όμως οι εξελίξεις ήσαν αργές και όχι αποτέλεσμα συνειδητών παρεμβάσεων. Σήμερα οι αλλαγές συντελούνται με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ότι οποτεδήποτε στο παρελθόν και με συστηματική επένδυση στο R&D. 

Οι κοινωνίες που έχουν την ικανότητα να ανταποκριθούν στο νέο τοπίο γνωρίζουν, ότι όσο πιο γρήγορα και πιο μπροστά προχωρήσουν, τόσο πιο πολύ θα ωφεληθούν σε όρους εξουσίας, στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης, πλούτου, ελέγχου του περιβάλλοντός τους και τόσο πιο μεγάλη θα είναι η απόσταση και η υπεροχή τους από τις ‘κοινωνίες υστέρησης’ ή, γενικά, από κοινωνίες που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις.  

Ωστόσο, αλλαγή, και μάλιστα συνεχής, δημιουργεί κερδισμένους και χαμένους. Η θεωρητική ανάλυση και η εμπειρία έδειξαν, ότι για να λειτουργήσουν αναπτυξιακά οι εξελίξεις στη Γνώση και την τεχνολογία, απαιτούνται θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές, που δεν προκύπτουν με αυτόματο τρόπο. Κατά κανόνα αυτές απορρέουν μέσα από κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις ή και συγκρούσεις, οι οποίες συνεπάγονται ανατροπές στις ισορροπίες δύναμης και συμφερόντων στο εσωτερικό μιας κοινωνίας. Γνωρίζουμε πόση αναφορά γίνεται στις ισορροπίες και συγκρούσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. 

Συνήθως, όμως, αγνοούμε, ότι πολλές από αυτές λαμβάνουν επίσης χώρα στο εσωτερικό του κεφαλαίου και της εργασίας. Το κεντρικό θέμα είναι πάντα η διασφάλιση των πλεονεκτημάτων που έχουν εμπεδωθεί στο παρελθόν και η διανομή του νέου εισοδήματος, του πλούτου και της δύναμης. Ωστόσο, κάνει τεράστια διαφορά για την εξέλιξη, αν οι συγκρούσεις αυτές επιλύονται, και με ποιο τρόπο, ή αν καταλήγουν σε αδιέξοδο, ακυρώνοντας την ίδια την αναπτυξιακή δυναμική μιας χώρας. 

Στην Οικονομική της Ανάπτυξης, ο ρόλος του Κράτους έπαιξε κεντρικό ρόλο και σημείωσε σημαντικές μεταβολές. Στα νεοκλασικά οικονομικά, το Κράτος παίζει περιορισμένο και προσδιορισμένο ρόλο, που αφορά π.χ. στη δημιουργία υποδομών, στην θεσμοθέτηση κινήτρων για επενδύσεις και επιχειρηματικές δραστηριότητες. Κρατική παρέμβαση που ξεπερνούσε διάφορα όρια θεωρούνταν ότι δημιουργούσε στρεβλώσεις στην οικονομία, με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. 

Από την άλλη, για τους μη νεοκλασικούς οικονομολόγους ήταν φανερό, ότι η Αγορά χαρακτηριζόταν από πολύ σημαντικές αδυναμίες, ατέλειες, στρεβλώσεις, ανεπιθύμητα ή ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα, από αναπτυξιακή, κοινωνική και οικονομική άποψη γενικότερα. Οι αναπτυξιακοί, μη νεοκλασικοί οικονομολόγοι θεώρησαν για καιρό, ότι το Κράτος είχε ανεξάντλητες δυνατότητες να παρέμβει με επιτυχία και να κατευθύνει την αναπτυξιακή διαδικασία, να προωθήσει αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, να επιλέξει κλαδικές προτεραιότητες, την κατανομή των επενδύσεων και των πόρων. 

Η απογοήτευση ήρθε και για τους δύο. Για τους οπαδούς της ελεύθερης αγοράς προέκυψε, όταν τα πρώτα σοβαρά παραδείγματα ανάπτυξης προήλθαν από χώρες της Ν.Α. Ασίας, στις οποίες το Κράτος αποτέλεσε κεντρικό και αδιαμφισβήτητο μοχλό ανάπτυξης. Για τους άκριτους υπέρμαχους της κρατικής παρέμβασης, η απογοήτευση ήρθε με τις διαπιστώσεις, ότι σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, η κρατική παρέμβαση διαώνιζε επίσης την υπανάπτυξη και ήταν συχνά συνδεδεμένη με επιλογές που συνεπάγονταν τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, και αδυναμία να προωθηθούν οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές για μια αναπτυξιακή εκκίνηση. 

Η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί, ότι, θεωρητικά και ιδεολογικά, σημαίνει επιστροφή στην επιλογή της Αγοράς. Αυτό είναι λάθος. Το Κράτος έχει έναν πολύ κρίσιμο και αναντικατάστατο ρόλο στην οικονομία γενικά και στην οικονομική ανάπτυξη ειδικά. Στην ιστορία της οικονομικής Ανάπτυξης δεν υπάρχει επιτυχημένο παράδειγμα χώρας, όπου να μην έπαιξε κρίσιμο ρόλο το Κράτος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όπου έχουμε ισχυρή κρατική παρέμβαση έχουμε και επιτυχία στην ανάπτυξη ή την μετεξέλιξη. Το πώς επιτελεί το Κράτος τον ρόλο του εξαρτάται από το πώς υλοποιούν το ρόλο αυτό όσοι καλούνται να τον κάνουν πραγματικότητα. Στο τέλος, πάντως, αν και οι δύο, Αγορά και Κράτος, αποτυγχάνουν, το αναπτυξιακό αδιέξοδο είναι δεδομένο.

Στη συζήτηση για το Κράτος και την Ανάπτυξη, ενυπάρχει σταθερά μια λανθασμένη υπόθεση: ότι στόχος της κρατικής λειτουργίας είναι η επίτευξη ενός θετικού συλλογικού αποτελέσματος. Όμως, αυτό στην πράξη, συχνά, δεν ισχύει. Στόχος μπορεί να είναι το ατομικό όφελος ατόμων που κινούν τη λειτουργία του Κράτους, αποφασίζουν, το κομματικό όφελος, η ιδιοποίηση πλούτου και εξουσίας, η παράνομη συναλλαγή, η προνομιακή μεταχείριση ειδικών κοινωνικών τμημάτων και, γενικά, επιδιώξεις που βρίσκονται πολύ μακριά από το στόχο του συλλογικού οφέλους και μιας συνθετικής αντιμετώπισης της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι συνθήκες αυτές μας οδηγούν ευθέως στο θέμα της εξουσίας και της δύναμης, στο ερώτημα ποιους στόχους και ποια συμφέροντα εξυπηρετεί μια Διακυβέρνηση, ποια θέση έχει το συλλογικό συμφέρον στο ερώτημα αυτό, και ποιο είναι το εκάστοτε αποτέλεσμα. 

Η διαπίστωση, πάντως, για την αποτυχία και του Κράτους ήταν ένα σοβαρό πλήγμα, όχι μόνο για την Θεωρία της Ανάπτυξης, αλλά και για την Θεωρία της Οικονομικής Πολιτικής γενικότερα. Φάνηκε ότι δεν υπάρχει μια συνταγή επιτυχίας.  Κράτος ή Αγορά μπορούν εξίσου να οδηγήσουν σε θετικές ή αρνητικές εξελίξεις, ενώ η ασύμμετρη έμφαση στο Κράτος ή την Αγορά οδηγεί σε αναπτυξιακό μπλοκάρισμα. Σταδιακά κατανοήθηκε, ότι αυτό που έχει σημασία είναι ποια χαρακτηριστικά του Κράτους ή της Αγοράς οδηγούν, μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, σε επιτυχία ή αποτυχία. Το διχοτομικό ερώτημα ‘Κράτος ή Αγορά’ αποτελούσε παγίδα και το ερώτημα ήταν πώς θα δέσουν μεταξύ τους Κράτος και Αγορά.  

Στην περίοδο από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980, αναδείχθηκε ως νέο και κυρίαρχο στοιχείο η παγκοσμιοποίηση. Η συνεχής διαφοροποίηση του σύγχρονου παγκόσμιου τοπίου της ανάπτυξης υποδηλώνει ότι είμαστε αντιμέτωποι με σημαντικές αβεβαιότητες και  κινδύνους, αλλά όχι με ένα ντετερμινισμό. Η ίδια παγκοσμιοποίηση σε άλλες περιπτώσεις οδήγησε χώρες, ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, στη βελτίωση της πραγματικότητάς τους, ενώ σε άλλες είχε  καταστροφικές επιπτώσεις για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Κάθε χώρα δημιούργησε ένα δικό της πρότυπο. Το στοιχείο που είχε καθοριστικό ρόλο για το αποτέλεσμα ήταν αυτό που ο Abramowitz χαρακτήρισε ως ‘ικανότητα της κοινωνίας’ να κατανοήσει τα εκάστοτε δεδομένα και η ικανότητα πολιτικής διαχείρισης της αλληλόδρασης μεταξύ παγκοσμιοποίησης των αγορών, εθνικών συνθηκών και πολιτικών επιλογών. 

Με βάση όσα ανέφερα, θα αναφερθώ σε πέντε αλληλένδετες συστημικές αλλαγές που αναδεικνύονται στα τέλη του 20ου αιώνα και στην πρώτη φάση του 21ου αιώνα. 

Πρώτη μεγάλη αλλαγή: στην ‘παλαιά Δύση’ σημειώνεται ένα κεντρικό ρήγμα στη γραμμικότητα της αναπτυξιακής δυναμικής, την οποία οι κοινωνίες αυτές είχαν θεωρήσει ότι θα απολάμβαναν δικαιωματικά και αέναα. Το ρήγμα έρχεται ‘απ’ έξω’ και δείχνει αυτό που ήδη ανέφερα: ότι οι βιομηχανικές χώρες καλούνται να αποδεχθούν μια νέα τάξη πραγμάτων και να καταλάβουν ότι δεν ζουν πια μόνοι στον κόσμο. 

Η δεκαετία του 1970 αποτελεί ορόσημο. Στη δεκαετία αυτή άρχισαν να αναδεικνύονται σημαντικές αλλαγές στη δυναμική πολλών χωρών, φτωχών και πλούσιων. Στην πλευρά των φτωχών, σημειώνεται η ανάδειξη των ασιατικών τίγρεων, των νοτιο-ευρωπαϊκών χωρών  και ορισμένων χωρών της Λατινικής Αμερικής, που πήραν την ονομασία Νεοανερχόμενες Βιομηχανικές Χώρες. Στην ομάδα των βιομηχανικών χωρών, η κρίση του 1973/4 οδηγεί σε στρατηγικές έμφασης στην Ερευνα & Ανάπτυξη (R&D), στην τεχνολογική αλλαγή και στην καινοτομία, ως μηχανισμών για την υπέρβαση της κρίσης, την αντιμετώπιση του ανερχόμενου ανταγωνισμού ‘από τους Κάτω’ και την επιστροφή σε υψηλό επίπεδο απασχόλησης. 

Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με μια σταδιακή, μεγάλη και μη αναστρέψιμη  μεταβολή στην κατανομή της παγκόσμιας παραγωγής πλούτου και εισοδήματος και με μια νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική ευημερίας και δύναμης, ανατρέποντας τις ισορροπίες, τους συσχετισμούς δύναμης και το παίγνιο.  «Οι υπανάπτυκτοι» αποκτούν πλέον υπόσταση και ικανότητες ανοδικής εξέλιξης. Το μερίδιο των ανερχόμενων χωρών ‘χαμηλού και μέσου εισοδήματος’ στο παγκόσμιο ΑΕΠ έφτασε το 2015 στο 53% έναντι 38% το 1990. Ειδικά, η Κίνα και η Ινδία  αύξησαν το βάρος τους από 6,8% σε 24,3%, αντίστοιχα, ενώ Ευρωπαϊκή Ενωση και ΗΠΑ είδαν το μερίδιό τους να μειώνεται από το 45% στο 32% στην ίδια περίοδο.

Σημειώνεται μια γεωγραφική μετατόπιση παραγωγής έντασης ανειδίκευτης εργασίας προς τους ανερχόμενους ανταγωνιστικούς πόλους, οι οποίο στη συνέχεια διεύρυναν σημαντικά τις ικανότητές τους και σε τομείς μεσαίας ή μεσαίας προς υψηλή τεχνολογία. Για πρώτη φορά στην ιστορία, σημειώνεται μια μείωση των ανισοτήτων μεταξύ κοινωνιών. Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, εκατοντάδες εκατομμύρια άτομα, περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού, κυρίως στην Ασία, κατάφεραν να ξεφύγουν από καταστάσεις κοινωνικής αθλιότητας χωρίς προοπτική, έχοντας περάσει σε μια τροχιά ανάπτυξης, που τους ανοίγει μια πρωτόγνωρη στην ιστορία τους βελτίωση του βιοτικού και κοινωνικού επιπέδου τους.

Στο θέμα αυτό σημειώνεται μια εκρηκτική αντίφαση: Οσο η παγκοσμιοποίηση επαγγελλόταν ότι θα ευνοήσει όλους -πλούσιους και αδύναμους- ήταν για τις ισχυρές οικονομίες ‘το Καλό’. Όταν φάνηκε ότι πράγματι οδηγεί στη βελτίωση της θέσης και ‘των Κάτω’, αλλά δημιουργεί πιέσεις στους ‘Επάνω’, παίρνει στην οπτική των εμπνευστών της, αλλά και όσων στο παρελθόν ισχυρίζονταν ότι η παγκοσμιοποίηση θα καταστρέψει τις ελπίδες ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων χωρών, την μορφή του Κακού. Αν σκεφτούμε την αντίφαση αυτή σε όρους δύναμης, δεν είναι περίεργη. Καλό είναι ό,τι συμφέρει. Σε όρους ιδεολογίας όμως η αντίφαση είναι εκρηκτική. Εκτός αν δεχτούμε, ότι η ιδεολογία είναι πάντα μια συγκεκαλυμμένη μορφή της δύναμης. Ισως, έτσι δεν θα είμαστε μακριά από την πραγματικότητα. 

Η δεύτερη μεγάλη (συστημική) αλλαγή συνδέεται με την εκρηκτική εξάπλωση  της απορυθμισμένης χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης, η οποία οδήγησε σε πρωτόγνωρα κεφαλαιακά κέρδη και εισοδήματα για τον χρηματοοικονομικό τομέα, τις επιχειρήσεις και τους απασχολούμενους στον τομέα αυτό. Οδήγησε, όμως, επιπλέον, σε πρωτόγνωρες μορφές αποσταθεροποίησης της παγκόσμιας οικονομίας ή ευρύτερων τμημάτων της. Μια σύγκριση μεταξύ των συνεπειών της κρίσης Tequila στο Μεξικό (1994) και της κρίσης με τα ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης και του ευρώ στα χρόνια 2007-2011, δείχνει το άλμα που συντελέστηκε σε μόλις διόμισι δεκαετίες, και τις πολύ σημαντικές διαφορές που μεσολάβησαν. 

Τα κέρδη και οι αμοιβές από τη μορφή αυτή ανάπτυξης παρέμειναν ασύμμετρα συγκεντρωμένα στους ευνοημένους πόλους του ανεπτυγμένου κόσμου (Λονδίνο, Ν. Υόρκη κ.α.). Συνεπώς, ακόμα και οι χαμηλοί ρυθμοί βελτίωσης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις χώρες αυτές, άφησε απέξω σημαντικά τμήματα της κοινωνίας τους, και, παρά την αύξηση του ΑΕΠ, οδήγησε στην αύξηση της ανισότητας.

Ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό, η επιδείνωση αυτή στις εσωτερικές ανισότητες συνδέεται με εθνικές πολιτικές και επιλογές, όπως η σημαντική μείωση της φορολογίας των μεγάλων εισοδημάτων, η απορρύθμιση των αγορών εργασίας, οι ανεπαρκείς πολιτικές αναδιάρθρωσης και η αυξανόμενη χρήση των δανείων ως εργαλείο βραχυχρόνιας βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου κοινωνικών στρωμάτων. 

Οι σοβαρές διαφορές στο επίπεδο της ανισότητας μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλίας από τη μια, και άλλων ευρωπαϊκών χωρών από την άλλη, είναι μεγάλη: στις τελευταίες, η πολιτική πέτυχε να περιορίσει τόσο το επίπεδο, όσο και την διόγκωση της ανισότητας, δείχνοντας ότι πολιτικές επιλογές που συνδέονται με κοινωνικές, φορολογικές και αναδιανεμητικές πολιτικές μπορούν να αμβλύνουν σημαντικά το πρόβλημα και τις αρνητικές επιδράσεις εξωγενών παραγόντων, όπως η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση. 

Στα χρόνια της πρόσφατης κρίσης, το πρόβλημα της ανισότητας υπερβαίνει το πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και της κοινωνικής δικαιοσύνης και μετατρέπεται σε υπολογίσιμο παράγοντα που προκαλεί μακροοικονομική και κοινωνική αποσταθεροποίηση και, που, έμμεσα επηρεάζει αρνητικά τη μεγέθυνση στις ανεπτυγμένες χώρες. Τα παραδείγματα κυρίως ΗΠΑ και Αγγλίας, αλλά και άλλων χωρών είναι ορατά. 

Μια τρίτη σημαντική αλλαγή έρχεται ‘από μέσα’, από το εσωτερικό των ανεπτυγμένων χωρών, και δείχνει μια αποδυνάμωση της τεχνολογικής αλλαγής ως μοχλού υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης. ΗΠΑ και Ε.Ε.,  πέρα από την αποδυνάμωση της σχετικής θέσης τους στο διεθνές σύστημα που προανέφερα, πέρασαν, επιπλέον, σε συνθήκες πολύ χαμηλής μεγέθυνσης του μέσου εισοδήματός τους σε σχέση με το ιστορικό τους παρελθόν. 

Στη διάρκεια μιας δεκαπενταετίας (2000 με 2015) το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε συνολικά μόλις κατά 6,7% στις ΗΠΑ και κατά 4,4% στην Ε.Ε. Η αντίστοιχη αύξηση στην προηγούμενη δεκαπενταετία (1985-2000) ήταν 42%-43% και στους δύο. Στην ουσία, παράγοντες-κλειδιά της ανάπτυξης, όπως η τεχνολογική αλλαγή, η καινοτομία, βασικές πολιτικές, θεσμοί, οι οποίοι για δεκαετίες στήριζαν την αναπτυξιακή δυναμική στις ανεπτυγμένες χώρες, εξασθένισαν και οδήγησαν, επίσης, σε χαμηλά ή στάσιμα εισοδήματα και αύξηση των εσωτερικών ανισοτήτων. 

Καινοτομία και τεχνολογική αλλαγή δημιούργησαν εντεινόμενα εσωτερικά χάσματα μεταξύ των κοινωνικών τμημάτων που είχαν τις γνώσεις και τις ικανότητες να χειριστούν τα νέα αναπτυξιακά εργαλεία και όσων έμειναν παγιδευμένα σε δραστηριότητες χαμηλής ειδίκευσης. Σήμερα, διαπιστώνεται, ότι η τεχνολογία/καινοτομία είναι μεν σημαντικά εργαλεία, όμως αντιμετωπίζουν όρια, που έρχονται σε αντίθεση με τις προσδοκίες. Αυτό φαίνεται στο ύψος των ρυθμών μεγέθυνσης. Γι αυτό, ένα κεντρικό ερώτημα που πλανάται σήμερα είναι γιατί, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις, η παραγωγικότητα εξελίσσεται τόσο αργά ή σημειώνει και αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής. Είναι σαφές, ότι η μεγέθυνση πρέπει να βρει νέα στηρίγματα και η αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών –αν υπάρχουν-  έχει επιτακτικό χαρακτήρα. 

Η ασύμμετρη εξέλιξη μισθών και τιμών μεταξύ τομέων που αναδύονται και εκείνων που αποδυναμώνονται δεν είναι κάτι νέο στην ιστορία της ανάπτυξης. Ιστορικά, σε κάθε αναπτυξιακό κύκλο οι δυναμικές δραστηριότητες εξασφάλιζαν αυξανόμενους μισθούς και κέρδη για όποιους συμμετείχαν σε αυτούς και διαμόρφωναν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ κερδισμένων και χαμένων στο εσωτερικό των χωρών και μεταξύ χωρών. Ωστόσο, μια μεγάλη διαφορά σήμερα, είναι, ότι στο παρελθόν η αναδιανομή από κλαδικές αναδιαρθρώσεις γινόταν στο εσωτερικό των κυρίαρχων ανεπτυγμένων χωρών, ενώ σήμερα σε μεγάλο βαθμό αποτελεί, επίσης, τμήμα ευρύτερων ανακατατάξεων μεταξύ διαφορετικών ομάδων χωρών και δημιουργεί διαφορετικού τύπου πιέσεις και επιπτώσεις. 

Τέταρτη σημαντική αλλαγή αποτελεί το αυξανόμενο βάρος του παγκόσμιου δανεισμού ως εργαλείου ανάπτυξης σε μεγάλα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Από τις πρώτες μεταπολεμικές κρίσεις το 1973 και το 1979 και μετά, η μεγέθυνση στηρίχθηκε σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό στον πρόσθετο δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό. Στην Ευρώπη των 12 χωρών-μελών, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε μεταξύ 1980 και 2016 από το 36% (1980) στο 92% (2016), δηλαδή κατά 56 ποσοστιαίες μονάδες. 

Στις ΗΠΑ η αύξηση ήταν από 40% στο 107%, στην Ιαπωνία από 55% στο 239%, αντίστοιχα.  Η συνεχής αύξηση του χρέους συνδέεται με την διόγκωση της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης, όπου και τα δύο φαινόμενα αποτελούν αίτιο και αιτιατό για το άλλο. Το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σημείωσε επίσης πολύ σημαντική αύξηση. Επιπλέον, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία, το πρόβλημα του υπερδανεισμού δεν περιορίστηκε στον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά επεκτάθηκε και σε χώρες του ανεπτυγμένου. 

Η υπέρβαση κάθε μικρότερης ή μεγαλύτερης κρίσης, οδήγησε κάθε φορά σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο τη σχέση δάνεια/ΑΕΠ. Το εργαλείο που δημιουργεί περιοδικές κρίσεις χρησιμοποιείται και για την υπέρβασή τους. Ο αυξανόμενος δανεισμός μετατρέπεται σε μοχλό κυκλικής αναπαραγωγής της αστάθειας, που βοηθάει μεν για νέο ξεκίνημα ενός αυξητικού κύκλου μεγέθυνσης, με τίμημα όμως τον κίνδυνο της δημιουργίας μιας νέας μεγαλύτερης κρίσης σε επόμενο διάστημα.

Τέλος, μια πέμπτη μεγάλη αλλαγή και ανατροπή συνδέεται με την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον. Η επίδρασή τους πάει πολύ πέρα από τις συνήθεις αναπτυξιακές παραμέτρους. Δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τις πραγματικές επιπτώσεις σε όρους οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και γεωπολιτικούς. Προβλέπεται, όμως, ότι οι ανατροπές που θα προκύψουν θα είναι πρωτόγνωρες και οι επιπτώσεις τους επίσης. Από στενή άποψη, κερδισμένοι θα είναι όσοι πετύχουν να μεταστρέψουν το αυξημένο κόστος που συνεπάγονται οι οικολογικές πολιτικές σε αναπτυξιακή ευκαιρία. Οσοι αναπτύξουν νέες τεχνολογίες και μορφές παραγωγής, που θα δημιουργούν απασχόληση, εισοδήματα, εξαγωγές και όσοι αντέξουν τα μαζικά κύματα μετακίνησης πληθυσμού από περιοχές που πλήττονται.  Από ευρύτερη άποψη, χαμένοι θα είναι όλοι μαζί. 

Για αιώνες καλλιεργήθηκε μια δίψα για εύκολη, γρήγορη, αρπακτική ανάπτυξη, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις σε όρους ‘συλλογικού συμφέροντος’, με αποτέλεσμα μια πολύ σημαντική περιβαλλοντική καταστροφή, που ξεκινάει από τα σκουπίδια, τη μόλυνση ή τον θαλάσσιο πλούτο και εκτείνεται μέχρι την πολιτιστική κληρονομιά, τον αγροτικό τομέα, την ερήμωση των εδαφών. 

Μια αναπτυξιακή πολιτική εξ ορισμού σημαίνει σύγκρουση με ισχυρές αξίες και επιλογές που κυριάρχησαν πολύ και για πολύ. Στην ουσία, και στο θέμα αυτό, οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν το γνωστό δίλημμα: Αν θα σπρώξουν ένα κρίσιμο πρόβλημα στο μέλλον, που κάποια στιγμή θα το λύσει με βίαιο και ασύμμετρο τρόπο η ζωή ή αν θα δώσουν έγκαιρα οργανωμένες πολιτικές απαντήσεις. Στο σημείο που βρισκόμαστε, η επιλογή δεν είναι πια μεταξύ μιας ευχάριστης και μιας οδυνηρής, αλλά αποτελεσματικής, πολιτικής, αλλά μεταξύ δύο ή περισσότερων πολύ οδυνηρών λύσεων.  Λάθος απαντήσεις σημαίνει, ότι και οι συνέπειες θα είναι δυσμενείς και το πρόβλημα θα επιδεινώνεται.

Για τις ανεπτυγμένες χώρες, στις οποίες εντάσσεται και η χώρα μας, από περισσότερες αφετηρίες οδηγούμαστε στο ίδιο αποτέλεσμα: χαμηλή ανάπτυξη, στάσιμη ή χαμηλή εξέλιξη εισοδημάτων, σε συνδυασμό με ισχυρότερες ανισότητες, συμπιεσμένες κρατικές δυνατότητες για παροχές,  και δυσαρέσκεια ενός σημαντικού τμήματος των κοινωνιών, το οποίο αν και εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας, βλέπει να χάνονται οι παλιές καλές ανοδικές εποχές. 

Οι αλλαγές αυτές δεν αφορούν μόνο το οικονομικό πεδίο. Επηρεάζουν και τη Δημοκρατία. Σε κάθε περίπτωση, όπως και στο παρελθόν, το μέλλον της Δημοκρατίας συνδέεται στενά με τεχνολογικές/κοινωνικές καινοτομίες και με την αξιοποίηση της εξέλιξης της Γνώσης, ώστε να βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο. Αρνηση της Γνώσης, της αλλαγής ή της εξέλιξης δημιουργεί τον κίνδυνο  μετάπτωσης των οικονομιών μας σε στάσιμους ή και αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, σε αυξανόμενες ανισότητες και σοβαρές ανατροπές, με μεγάλες προεκτάσεις και άγνωστες συνέπειες για τη Δημοκρατία και για κεντρικές αξίες των κοινωνιών στις οποίες ζούμε. 

Οι μεταβολές και ανακατατάξεις που σημειώθηκαν στην εξέλιξη και ανάπτυξη ανερχόμενων και ανεπτυγμένων χωρών στις τελευταίες δεκαετίες ανέδειξαν ένα συμπέρασμα, το οποίο από διαφορετική σκοπιά είχε διατυπωθεί και από τον Δαρβίνο: Η μετεξέλιξη, επιβίωση και ανέλιξη μιας κοινωνίας δεν καθορίζεται τόσο, ούτε από το μέγεθός της, ούτε τη δύναμή της ή την ευφυϊα της. Καθορίζεται από την ικανότητά της να κατανοεί και να προσαρμόζεται πιο αποτελεσματικά στις αντίξοες συνθήκες και στις  μεγάλες αλλαγές που συντελούνται γύρω της και να θέτει σε κίνηση συμπεριφορές, που οδηγούν στην επιβίωση και την ισχυροποίησή τους. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, ότι η ευφυϊα είναι καθοριστική για την ικανότητα και θέληση προσαρμογής. Ισως, αλλά όχι πάντα. 

Επιπλέον, είναι κρίσιμο να διακρίνει κανείς την ατομική από τη συλλογική ευφυϊα. Είναι πολλά τα παραδείγματα κοινωνιών οι οποίες ανέπτυξαν ένα σημαντικό πολιτισμό, όμως απέτυχαν να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν τους μεγάλους κινδύνους που ήσαν μπροστά τους και από τους οποίους τελικά καταστράφηκαν. Η κλιματική αλλαγή που ήδη ζούμε είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας των δικών μας κοινωνιών να ανακόψουμε αυτοκαταστροφικές δυναμικές. Το πώς φτάσαμε στη μεγάλη κρίση του 1929 ή του 2007/8 ή στους δύο μεγάλους πολέμους του 20ου αιώνα και αναρίθμητα άλλα μεγαλύτερης ή μικρότερης εμβέλειας παραδείγματα, δείχνουν οτι η συλλογική ευφυϊα, η ορθολογική σκέψη ή η ανάπτυξη,  δεν είναι κάτι αυτονόητο, ούτε στις αναπτυσσόμενες, ούτε στις ανεπτυγμένες κοινωνίες.

Τελικά, η πολιτική της Ανάπτυξης έχει πολλά μονοπάτια, που οδηγούν σε επιτυχία, αλλά πολύ περισσότερα που οδηγούν στην αποτυχία. Κανένας παράγοντας δεν είναι κυρίαρχος. Όλοι αποτελούν ένα κρίκο σε μια αλυσίδα και η επιλογή των συνδυασμών παρέχει βαθμούς ελευθερίας. Επίσης, πολιτική της Ανάπτυξης δεν είναι μια αποσπασματική, αυθαίρετη, a la carte επιλογή μεμονωμένων στοιχείων πολιτικής που έγιναν αλλού. Μαζί με το πολιτικό σύστημα, αλλά και άλλους κρίσιμους παράγοντες, αποτελεί ένα συνεκτικό σύνολο αντίληψης, το μίγμα του οποίου καθορίζεται από τις επιλογές κάθε κοινωνίας. Οι συνθήκες αλλάζουν συνεχώς, και ό,τι φαινόταν ορθό σε μια περίοδο, μπορεί να είναι καταστροφικό σε μια άλλη. 

Μια κρίσιμη διαπίστωση που γεννιέται από την εμπειρία του ταξιδιού στον κόσμο των αναπτυξιακών ιδεών είναι  πόσο εύκολα η αναπτυξιακή προσπάθεια μπορεί να πέσει θύμα των δογμάτων, πόσο δύσκολη είναι η πλοήγηση της πολιτικής στο εξαιρετικά σύνθετο τοπίο μιας ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένης πραγματικότητας σε κάθε χώρα και πόσο κοινωνικό κόστος μπορούν να προκαλέσουν επιλογές, που μένουν πεισματικά προσκολλημένες σε θεωρήσεις και πραγματικότητες που είτε συνδέονται με έκδηλη ιδιοτέλεια, είτε έχουν ξεπεραστεί από καιρό, είτε ποτέ δεν πέτυχαν  στην ιστορία.

Η ικανότητα επίλυσης σύνθετων θεμάτων της οικονομίας και της ανάπτυξης, σύζευξης πολλών στοιχείων πολιτικής και αναδιάταξης επιλογών και θεωρήσεων εκφράζονται στην ικανότητα υλοποίησης νέων πολιτικών, που δεν είναι προκαθορισμένες,  δεν βρίσκονται σε εγχειρίδια και απαιτούν μια καινοτομικότητα και ευελιξία στη σκέψη και την πράξη. Τελικά, η σημασία της καινοτόμου, της ευρηματικής σκέψης δεν αφορά μόνο προϊόντα και υπηρεσίες. Πολύ περισσότερο αφορά το χώρο της οικονομικής πολιτικής ή απλώς της πολιτικής. Σε διαφορετικές συνθήκες και εποχές, η οικονομική πολιτική δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο τα προβλήματα της ανάπτυξης. 
Μίλησα εκτενώς για ανάπτυξη, μετασχηματισμό και εξέλιξη. Οπωσδήποτε, η έμφαση ήταν στη μεγέθυνση. 

Όμως, ανάπτυξη δεν είναι μόνο αυτό. Είναι στενά συναρτημένη και με την απασχόληση, τις ευκαιρίες εξέλιξης,  τη δημιουργία βαθμών ελευθερίας για επιλογές (Amartya Sen), την αντιμετώπιση των ανισοτήτων και της φτώχειας, το βαθμό της διαφθοράς, της βίας, του αυταρχισμού και της αβεβαιότητας σε μια κοινωνία,  την αποτελεσματική Διακυβέρνηση, την ελευθερία ιδεών, το Κράτος Δικαίου, τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής βάσης. Είναι ικανότητα συνδυασμού μακροοικονομικών και διαρθρωτικών πολιτικών, με τα στοιχεία της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης και της σύνθεσης συμφερόντων να βρίσκονται στο κέντρο της πολιτικής. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι μόνο οικονομία, αλλά και σύστημα αξιών, προσωπικών και συλλογικών. 

Επιπλέον, όταν αναφερόμαστε στους παράγοντες της ανάπτυξης έχουμε κατά νου τους βασικούς οικονομικούς παράγοντες, όπως την εργασία, το κεφάλαιο, την τεχνολογική και καινοτομική ικανότητα, το εκπαιδευτικό σύστημα. Όμως, η συνάρτηση της ανάπτυξης και της εξέλιξης, ανεξάρτητα από το επίπεδο που βρίσκεται μια κοινωνία, περιλαμβάνει ακόμα πιο κρίσιμους παράγοντες, όπως ενδεικτικά: την εμπιστοσύνη στην πολιτική, τους πελατειακούς αντί τους συλλογικούς στόχους, που θα αναμενόταν να εξυπηρετεί η πολιτική, την αποτελεσματικότητα ή την αξιοπιστία, την αστάθεια, την εκτεταμένη παρουσία της  αβεβαιότητας ή της βίας,  την ικανότητα κατανόησης των παραγόντων -κλειδιά της ανάπτυξης στον εκάστοτε κόσμο, το χάσμα στο εκπαιδευτικό σύστημα σε σχέση με την εξέλιξη της Γνώσης στον Κόσμο, τα θέματα της πληθυσμιακής γήρανσης.

Σήμερα διαθέτουμε ένα μίγμα πολύ σημαντικών γνώσεων που αφορούν την εξέλιξη των κοινωνιών στον σύγχρονο κόσμο, την άσκηση πολιτικής, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τους συσχετισμούς δύναμης. Διαθέτουμε πολύ μεγαλύτερη εμπειρία για τις πολύπλοκες και συνεχείς αλλαγές στο τοπίο της παγκόσμιας οικονομίας, και τους συνδυασμούς που δημιουργούν όρους επιτυχίας ή αποτυχίας. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι η δύναμη της καταστροφής, ιστορικά, έχει πολύ ισχυρότερα και ταχύτερα αποτελέσματα από τη δύναμη της δημιουργίας.  

Από όσα ανέφερα, προκύπτει ότι ανάπτυξη είναι μια διαδικασία που απλώνεται στο χρόνο, έχει διακυμάνσεις, συνδέεται με νέα προβλήματα και με πολλές, μεγάλες, μικρότερες και συνεχείς αλλαγές. Είναι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του παραγωγικού και πολιτικού συστήματος μαζί, που καθορίζουν το χάσμα μεταξύ επιτυχημένων και αποτυχημένων κοινωνιών, και όχι η διαφορά στο επίπεδο του ΑΕΠ. Πολλά από αυτά δεν απαιτούν πόρους. Απαιτούν όμως διαφορετική αντίληψη για την πολιτική, ανάδειξη συλλογικών  στόχων και συνεχείς αναϊεραρχήσεις επιλογών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Γνώμη

Βελτίωση εκ των έσω- Η σημασία της ατομικής ευθύνης

Από: EBR

"Αυτό που μου δίνει κουράγιο πάνω απ’ όλα είναι η αναντίρρητη ικανότητα του ανθρώπου να ανυψώνει με συνειδητή προσπάθεια τη ζωή του"

Ηλεκτρονική Έκδοση Τρέχοντος Τεύχους: 04/2021 2021

Περιοδικό

Τρέχον Τεύχος

04/2021 2021

Δείτε τα παλαιά τεύχη
Συνδρομή
Διαφημιστείτε
Ηλεκτρονική Έκδοση

Ευρώπη

Dzurinda: Η ΕΕ δεν έχει άλλα περιθώρια καθυστερήσεων

Dzurinda: Η ΕΕ δεν έχει άλλα περιθώρια καθυστερήσεων

Τη σημασία των επικείμενων Ευρωεκλογών και τη μεγάλη πρόκληση που συνιστά η ακροδεξιά για την κοινή πορεία της Ευρώπης, ανέδειξε η συζήτηση που διοργάνωσε το Martens Centre και το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής

Οικονομία

Στην τραπεζική ισχύουν και κακοί κανόνες

Στην τραπεζική ισχύουν και κακοί κανόνες

Η αδυναμία των δημοκρατιών μας να αντισταθούν στην επιρροή των ισχυρών εταιρειών και των ηγετών τους είναι ανησυχητική

EURACTIV.com - Feeds

All contents © Copyright EMG Strategic Consulting Ltd. 1997-2024. All Rights Reserved   |   Αρχική Σελίδα  |   Disclaimer  |   Website by Theratron