του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η ελληνική οικονομία έχει σοβαρότατο πρόβλημα προσοδοθηρικής νοοτροπίας, χαμηλής παραγωγικότητας και πενιχρού μεγέθους κλάδων διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Στηρίζει, έτσι, το ισοζύγιο πληρωμών της στην ναυτιλία και τον τουρισμό –δύο κλάδοι που από μόνοι τους δεν μπορούν να καλύψουν το παραγωγικό έλλειμμα της χώρας. Σε καμμία περίπτωση δε, δεν είναι δυνατόν να επιτρέψουν και την έξοδο της χώρας από την θηλιά του υπερδανεισμού. Το δημόσιο χρέος απαιτεί για την εξυπηρέτησή του μία οικονομία ικανή να παράγει πλούτο και επαρκείς προστιθέμενες αξίες.
Σήμερα λοιπόν το πρόβλημα με τους δανειστές της χώρας είναι ότι ναι μεν βλέπουν την σχετική επιτυχία των οριζόντιων περικοπών που έγιναν τα τρία τελευταία χρόνια, πλην όμως διαπιστώνουν σχεδόν μηδενικά επιτεύγματα στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων και κυρίως της δομικής μείωσης των δημοσίων δαπανών. Έτσι, το θέμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους έρχεται και επανέρχεται στο προσκήνιο γιατί η εγχώρια πολιτική εξουσία αρέσκεται να «παίζει» με τον δανεισμό.
Στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης, που αφαιρεί κάθε περαιτέρω προοπτική στην Ελλάδα, πολύς λόγος γίνεται εκ νέου για την αναδιάρθρωση του χρέους, η οποία και τοποθετείται μέσα στο 2014. Στο επίπεδο αυτό, δύο τάσεις διαμορφώνονται: Η μία αντιπροσωπεύεται από το ΔΝΤ, που επιθυμεί νέο «κούρεμα», και η άλλη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που θέλουν μακροχρόνια ανακύκλωση του χρέους. Θεωρούν, δηλαδή, ότι προέχει η βιωσιμότητα της εξυπηρέτησής του και όχι ο όγκος του ως ποσοστό του ΑΕΠ. Από την άποψη αυτή θα πρέπει να σημειωθεί ότι η λύση του «κουρέματος», πέραν των δηλώσεων της κυρίας Μέρκελ, αποκλείεται εξαρχής –καθώς δεν υφίσταται το ενδεχόμενο να αποδεχθεί η ευρωζώνη την απειλή αυτόματης υποβάθμισης του μοναδικού διαθέσιμου εργαλείου αντιμετώπισης της κρίσης, του EFSM/ESM, από ένα «κούρεμα» των δανείων του προς την Ελλάδα.
Με αυτό το δεδομένο και έχοντας την σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του EFSM, η ελληνική πλευρά έχει αρχίσει να σχεδιάζει έναν νέο κύκλο αναδιαρθρώσεως του χρέους, με πολιτικό επίσης στόχο την «απεξάρτηση» από την τρόϊκα. Κατά τις πληροφορίες μας, το έργο αυτό έχουν αναλάβει οι καθ’ ύλην αρμόδιοι φορείς –ήτοι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) και η Τράπεζα της Ελλάδος. Όπως μάς είπαν τραπεζικοί παράγοντες που και αυτοί μελετούν την ελληνική οικονομία, στόχοι του νέου κύκλου αναδιάρθρωσης είναι:
*Η κατάτμηση του χρέους –το οποίο σε ποσοστό 90% βρίσκεται στα χέρια των κρατών της ευρωζώνης– ανά δανειστή και η ανακύκλωσή του σε πολύ μεγάλης διάρκειας περίοδο με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο. Επιδιώκεται επίσης μία περίοδος χάριτος έως το 2022.
*Το δάνειο του πρώτου μνημονίου (2010), που αγγίζει περίπου τα 60 δισεκατ. ευρώ και είναι απευθείας από τις χώρες μέλη της ευρωζώνης, σχεδιάζεται να ανακυκλωθεί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα με σχεδόν μηδενικά επιτόκια και τουλάχιστον δεκαετή περίοδο χάριτος, η οποία ενδέχεται να γίνει στο μέλλον ακόμα πιο «ελαστική».
*Το δάνειο του δεύτερου μνημονίου, που προέρχεται από το EFSF, θα ανακυκλωθεί επίσης σε μακρές διάρκειες και με χαμηλό επιτόκιο, αλλά με λήξεις που θα προηγούνται εκείνων του πρώτου δανείου.
*Για τα δάνεια που έχουν στα χέρια τους οι κεντρικές τράπεζες, τα περιβόητα ANFAs, παρά τις σχετικές δυσκολίες που έχουν ανακύψει από ορισμένες κεντρικές τράπεζες, έχει επίσης βρεθεί η θεσμική διαδικασία ανακύκλωσής τους για την περίοδο μετά το 2020. Για τα ομόλογα που είχε αγοράσει η ΕΚΤ την άνοιξη του 2010, τα SMPs, η «λύση» δεν έχει ακόμη βρεθεί –αλλά δεν είναι εκεί όπου θα κριθεί το σχήμα της αναδιάρθρωσης.
*Στην δεκαετία της περιόδου χάριτος που μεσολαβεί μέχρι την σταδιακή επανενεργοποίηση των αποπληρωμών τοκοχρεολυσίων, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους «πέφτουν» περίπου στο 60% των δαπανών που πληρώνει το Δημόσιο σήμερα. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, πρόκειται για ποσό που η Ελλάδα μπορεί να αποπληρώσει, αρκεί βέβαια να έχει βγει από την ύφεση και το σημερινό αντιπαραγωγικό κλίμα.
Στο διάστημα αυτό, οι μόνες μεγάλες πληρωμές αφορούν το ΔΝΤ και είναι περί τα 7,5 δισεκατ. ευρώ το 2014 και τα 8,5 δισεκατ. ευρώ το 2015. Οι απαιτήσεις αυτές, όμως, το 2014 εξισορροπούνται από εισροές (δόσεις του δανείου) του ΔΝΤ.
Αλλά και σε επίπεδο «κεφαλαίου» του δανείου έχει προβλεφθεί ένα έμμεσο μικρό «κούρεμα» μέσα από τα 50 δισεκατ. ευρώ του ποσού που έχει δεσμευτεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Το ποσό αυτό δεν θα ξεπερνά τα 12-13 δισεκατ. ευρώ. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο συνάδελφος Γ. Αγγελής, η προέλευση του ποσού αυτού είναι απόρροια της «αλγεβρικής» διαχείρισης των 50 δισεκατ. ευρώ. Από αυτά, τα 24 δισεκατ. απορροφήθηκαν στην αγορά μετοχών των τραπεζών από το Ταμείο Χρηματοδοτικής Σταθερότητας. Περί τα 15 δισεκατ. ευρώ καταναλώθηκαν στα κομμάτια των τραπεζών που έχουν δρομολογηθεί προς εκκαθάριση. Από τα 24 δισεκατ. ευρώ έχει ανεπισήμως εκτιμηθεί ότι θα επιστραφούν, με την διαδικασία της επαναπώλησης των μετοχών, 15 δισεκατ. ευρώ στο ΤΧΣ. Με τις τρέχουσες αξίες, το ποσό αυτό δεν ξεπερνά τα 12-13 δισεκατ. ευρώ και θα διαγράψει ισόποσο χρέος.
Απομένουν οι λύσεις με τα 30 δισεκατ. ευρώ που παραμένουν ελεύθερα στην αγορά ομολόγων και που κατέχουν επενδυτικά funds και ιδιωτικές τράπεζες. Αν και για την τύχη του χρέους αυτού δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις, τραπεζικοί κύκλοι εκτιμούν ότι είναι πολύ πιθανόν να επιχειρηθεί μία μορφή αναδιάρθρωσης με στόχο την δημιουργία μιας, έστω και μικρής, αγοράς με επαρκή ρευστότητα, που θα διευκολύνει την προσέλκυση επενδυτών –και θα δημιουργεί την ψευδαίσθηση της επανεμφάνισης της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές.
Επισημαίνουμε ότι σοβαροί οικονομολόγοι αμφισβητούν την λύση αυτή, τονίζοντας, όπως ο κ. Γ. Προκοπάκης, ότι στο μέτρο που η οικονομία δεν επανεκκινείται και το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι διατηρήσιμο, η φαινομενική απεμπλοκή από τους μηχανισμούς στήριξης θα έχει τελικώς αρνητικά αποτελέσματα.





