του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο λαϊκισμός και η βασική ιδιότητά του, που είναι η υπεραπλούστευση και η δαιμονολογία, έχει έναν κύριο στόχο: την κατάργηση της κριτικής σκέψης και, άρα, την εξόντωση του προβληματισμού. Ο λαϊκισμός δεν θέλει να δημιουργεί ερωτήματα, γιατί απλώς έχει έτοιμες λύσεις και ερμηνείες. Αντιθέτως, διαθέτει μία μοναδική ικανότητα να κατασκευάζει εχθρούς, στους οποίους και αποδίδει ό,τι «κακό» συμβαίνει σε μία κοινωνία. Παράλληλα, όμως, η «κατασκευή» εχθρών συνεπάγεται και την αυτόματη ύπαρξη «προστατών», «σωτήρων» και λοιπών «πατερούληδων», που είναι εκεί για να «σώσουν», να «προστατεύσουν» και να «καθοδηγήσουν» στον καλό δρόμο μία κοινωνία.
Ένας κορυφαίος «μαιτρ» του λαϊκισμού και της «κατασκευής» εχθρών υπήρξε, από την άποψη αυτή, ο μέγας εμπνευστής του Αδόλφου Χίτλερ, ο υπουργός Προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος Πάουλ, Γιόζεφ Γκαίμπελς, ο άνθρωπος που συνέλαβε την Τελική Λύση για την εξόντωση των Εβραίων και ο οποίος δεν δίστασε ούτε μία στιγμή να δηλητηριάσει τα έξι παιδιά του για να μην πέσουν στα χέρια των Ρώσων όταν αυτοί έμπαιναν στο Βερολίνο. Το γεγονός αυτό από μόνο του δείχνει την ψυχική πώρωση του ανθρώπου και το πού μπορεί να οδηγήσει ο λαϊκισμός.
Εξάλλου, ο Γκαίμπελς ήταν αυτός που είχε γράψει ότι «ο γερμανικός λαός πρέπει να απομονωθεί από το δηλητήριο της κριτικής σκέψης, να εμποτισθεί με μίσος για τους εχθρούς του και να απαλλαγεί από όλους αυτούς που τον παρεκκλίνουν από την ιστορική του πορεία, αυτήν του δρόμου του εθνικο-σοσιαλισμού».
Περιττό να τονισθεί, βεβαίως, ότι ο Γερμανός θεωρητικός της Τελικής Λύσης, έχοντας εντρυφήσει και στον μαρξισμό-λενινισμό, είχε διδαχθεί αρκετά και από τις θεωρίες του Λένιν περί «χρησίμων ηλιθίων» και «ώριμου φρούτου» –θεωρίες τις οποίες ο πρωτεργάτης της ανατροπής της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Αλ. Κερένσκυ τον Οκτώβριο 1917 είχε εφαρμόσει με μοναδική επιμέλεια και σχολαστικότητα. Το ίδιο βεβαίως έπραξε και με την θεωρία του Καρόλου Μαρξ περί μετατροπής του σχολείου σε «εργαλείο των προλεταρίων» ώστε, μέσω της διαδικασίας αυτής, να κυριαρχήσουν αργότερα στο εποικοδόμημα, ήτοι στον πνευματικό κατά κύριο λόγο χώρο.
Στο πλαίσιο αυτής της τακτικής, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα ισχύοντα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης (γαλλικό, ιταλικό, ισπανικό) είχαν ως αποστολή τους, μεταξύ άλλων επιτελικών στόχων, την είσοδο στα σχολεία και την καλλιέργεια αντιεπιχειρηματικού πνεύματος, με παράλληλη απαξίωση δημοκρατικών θεσμών, αλλά και της γλώσσας. Ειδικότερα δε η επιβολή της «ξύλινης» γλώσσας αποτελούσε σημαντικό μέσο πνευματικής κυριαρχίας, γιατί έτσι έμπαιναν φραγμοί στην νοηματοδότηση των λέξεων και στην σύνδεσή τους με τη πραγματικότητα.
Στην βάση λοιπόν αυτών των στόχων, σε χώρες όπως η Γαλλία, η αριστερά κυριάρχησε στον εκπαιδευτικό χώρο και τα αποτελέσματα που πέτυχε είναι ιδιαιτέρως θεαματικά. Μαζί με την Ελλάδα, η χώρα του στρατηγού ντε Γκωλ είναι αυτή με το πλέον αντιεπιχειρηματικό κλίμα στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα τα δέκα τελευταία χρόνια πάνω από 400.000 νέοι Γάλλοι να έχουν μεταναστεύσει στην Αμερική, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ασία για να ιδρύσουν νέες επιχειρήσεις και γενικά να δραστηριοποιηθούν στον επιχειρηματικό χώρο.
Στην Ελλάδα, το γαλλικό «μοντέλο» άρχισε να εφαρμόζεται μετά την πτώση της δικτατορίας και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για λόγους πολιτικής ευκολίας από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Έτσι, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η ελληνική εκπαίδευση παραδόθηκε σχεδόν αμαχητί στην σκοταδιστική αριστερά, αλλά και σε δυνάμεις που επιβιώνουν μόνον μέσω της οπισθοδρόμησης του τόπου. Έτσι, το σημερινό ελληνικό σχολείο δεν προσφέρει απολύτως τίποτε στην ανάπτυξη της παιδείας, στο μέτρο που οι διοικούντες έχουν διαφορετικούς στόχους από αυτούς που θα έπρεπε να υπάρχουν. Όσο για τις εξαιρέσεις, αυτές απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Συνεπώς, η χώρα, στο επίπεδο της παραγωγής και μεταφοράς γνώσεων υστερεί απελπιστικά –γεγονός που πολύ σύντομα θα έχει και βαρύτατες κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, για την ανάπτυξη και καλλιέργεια της πραγματικής παιδείας, δεν αρκεί η μεταρρύθμιση στο ήδη υπάρχον σύστημα εκπαίδευσης, όπως και η όποια άλλη εγκατάσταση ή κατασκευή ενός νέου. Πρέπει να αντιληφθούμε την παιδεία μας ως κάτι το ξεχωριστό, ως κάτι το οποίο θα το διαχωρίσουμε από την εκπαίδευση –αφού αυτή δεν μπορεί να εξαφανιστεί, για λόγους εξουσίας– και θα το προωθήσουμε αυτόνομα, ξεχωριστά. Αν αυτό δεν γίνει από τα πρώιμα χρόνια ενός μαθητή, δεν θα γίνει ποτέ. Για να συμβεί, όμως, μία ριζική αλλαγή είναι ανάγκη το βάρος να πέσει στην καταδιωκόμενη ιδιωτική παιδεία, η οποία στις παρούσες ζοφερές συνθήκες αποτελεί σανίδα σωτηρίας.