Edition: International | Greek
MENU

Αρχική » Ανάλυση

Πόσο αναπτυξιακό είναι το ΕΣΠΑ;

Είναι δυνατόν να γίνει σοβαρός λόγος για ανάπτυξη όταν το Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) καταλήγει σε κρατικοποίηση του ιδιωτικού τομέα κα όχι σε ιδιωτικοποίηση του δημοσίου;

Από: EBR - Δημοσίευση: Τετάρτη, 30 Ιουλίου 2014

Κάθε ιδιωτική επένδυση περνάει υποχρεωτικά μέσα από το Δημόσιο, ώστε όλη η υπόθεση καταλήγει και πάλι σε κρατικοποίηση του ιδιωτικού τομέα και όχι ιδιωτικοποίηση του δημοσίου
Κάθε ιδιωτική επένδυση περνάει υποχρεωτικά μέσα από το Δημόσιο, ώστε όλη η υπόθεση καταλήγει και πάλι σε κρατικοποίηση του ιδιωτικού τομέα και όχι ιδιωτικοποίηση του δημοσίου

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Χωρίς αλλαγή στην άρχουσα φιλοσοφία, η χώρα, ακόμα και όλο το χρέος της αν τής χαριστεί, σε μία εικοσαετία τα ίδια προβλήματα θα έχει. Αυτά της υπερχρέωσης και της πενιχρής ανταγωνιστικότητας. Οι δε λόγοι είναι σχετικά απλοί. 

Στην εισαγωγική ανάλυση του ΕΣΠΑ (σελ. 7) αναγνωρίζονται μεταξύ των παραγόντων για την χαμηλή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων της χώρας: (viii) το μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον και η γραφειοκρατία, (ix) το δύσκαμπτο και αναποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο και (ix) η έλλειψη χρηματοδότησης. Στο Αναπτυξιακό Όραμα (σελ. 50) τονίζεται ότι «βασική επιδίωξη αποτελεί να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για μία ευημερία που θα στηρίζεται στην ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων της χώρας, συμπεριλαμβανομένων αυτών του πρωτογενή τομέα. Και η πρώτη επιδίωξη γι αυτό είναι να υπάρξει συμφιλίωση με την ιδέα του επιχειρηματικού κέρδους ως κινήτρου για την επενδυτική πρωτοβουλία, εξοστρακίζοντας από τις επιλογές μας την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα»

Παρότι αυτές οι παραδοχές αποτελούν σωστή βάση πάνω στην οποία θα χτιστεί το νέο αναπτυξιακό πλαίσιο, η περαιτέρω ανάλυση των δράσεων ανά θεματικό στόχο, όπως παρουσιάζονται στο εταιρικό σύμφωνο, απογοητεύουν και αποδεικνύουν για άλλη μία φορά την αδυναμία του κράτους να προχωρήσει σε ριζικές τομές προκειμένου να αλλάξει το αναπτυξιακό μοντέλο μας.

Η πρωτοβουλία όλων των αναπτυξιακών δράσεων παραμένει σε μία τέτοια κρίσιμη περίοδο και πάλι στον δύσκαμπτο δημόσιο τομέα και περνάει μέσα από τους εκατοντάδες φορείς που εποπτεύει, επιτροπές, συμβούλια, αρχές, κλπ., δημιουργώντας εκ προοιμίου συνθήκες καθυστέρησης στην απορρόφηση πολύτιμων πόρων, ανισοκατανομής των αναπτυξιακών κονδυλίων και απώλειας σημαντικών ευκαιριών ανάπτυξης για ολόκληρη την κοινωνία. 

Περιμένουμε από το δαιδαλώδες Δημόσιο, που επί δεκαετίες σκέφτεται με συγκεκριμένο τρόπο και λειτουργεί ως τροχοπέδη της ανάπτυξης, να μάς πάει μπροστά. Ούτε σε έναν από τους 11 Θεματικούς Στόχους δεν υπάρχει, έστω ως έννοια, η ανάληψη αυτόνομης δράσης από ιδιωτικούς φορείς. Κάθε ιδιωτική επένδυση περνάει υποχρεωτικά μέσα από το Δημόσιο, ώστε όλη η υπόθεση καταλήγει και πάλι σε κρατικοποίηση του ιδιωτικού τομέα και όχι ιδιωτικοποίηση του δημοσίου. Πώς συνάδουν όλα αυτά με το Αναπτυξιακό Όραμα;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Θεματικός Στόχος 1 για την ενίσχυση της έρευνας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας, και συγκεκριμένα ο τρόπος που το εταιρικό σύμφωνο περιγράφει την «κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα». Συγκεκριμένα: «ενίσχυση της ζήτησης καινοτόμων προϊόντων/υπηρεσιών μέσω της ζήτησης προμηθειών του δημοσίου», «συνεργασία των εργαστηρίων των δημοσίων ερευνητικών φορέων με τις επιχειρήσεις», «ύπαρξη νησίδων αριστείας στα ελληνικά ακαδημαϊκά και ερευνητικά κέντρα», «όσον αφορά σε δράσεις ανάπτυξης του ανθρώπινου ερευνητικού δυναμικού, ο στόχος των παρεμβάσεων είναι η ενίσχυση της αριστείας στα ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα». 

Δεν μπορεί κανείς να υποβιβάσει το έργο των ερευνητικών κέντρων των ΑΕΙ της χώρας, δεν μπορεί όμως ταυτόχρονα να παραγνωρίζει και την συμβολή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην ανάπτυξη και την καινοτομία (ερευνητικά κέντρα ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων ανώτερης εκπαίδευσης, έρευνα ιδιωτικών νοσοκομείων, έρευνα ιδιωτικών κοινωφελών ιδρυμάτων), καθώς και στην διακράτηση αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού, μειώνοντας το brain drain για το οποίο γίνεται συστηματικά λόγος. Δεν μπορεί επίσης η σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα να περιορίζεται στις «παραγγελίες» ιδιωτικών επιχειρήσεων προς τα ΑΕΙ για έρευνα.

Η έρευνα, η καινοτομία και η τεχνολογική ανάπτυξη θα μπορούσαν να έχουν πραγματικά πολλαπλασιαστικά οφέλη για την χώρα και την κοινωνία αν η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ήταν ουσιαστική και η πρόσβαση στην χρηματοδότηση ισότιμη. Αυτό δε, δεν το λέμε εμείς, το υπογραμμίζουν κορυφαίοι Επίτροποι και στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που κυριολεκτικά θλίβονται με την κατάσταση που επικρατεί.

Δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Θεματικός Στόχος 10 για την επένδυση στην εκπαίδευση και κατάρτιση για την απόκτηση δεξιοτήτων και στην δια βίου μάθηση. Ο αναπτυξιακός ρόλος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κάθε βαθμίδας παραγνωρίζεται εντελώς.

Ως προς την αναβάθμιση του συστήματος της σχολικής εκπαίδευσης, αναφέρεται ότι θα εστιάσει «(α) στην ενδυνάμωση των δομών (υπηρεσιών και σχολείων) για να χειρίζονται την εισαγωγή και εμπέδωση παιδαγωγικών καινοτομιών και βελτιώσεων του εκπαιδευτικού έργου, καθώς και (β) στην ανάπτυξη των βασικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων…». 

Είναι προφανές ότι ο Θεματικός Στόχος εστιάζει στα δημόσια σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που έχουν τέτοιου είδους ελλείψεις. Τα ιδιωτικά –που βρίσκονται ήδη σε άριστο επίπεδο υλικοτεχνικής υποδομής, έχουν μετρήσιμα αποτελέσματα του εκπαιδευτικού τους έργου υπερκαλύπτοντας τις βασικές δεξιότητες και συμβάλλουν στην μείωση των δημοσίων δαπανών– δεν τυγχάνουν καμμίας μέριμνας στο νέο ΕΣΠΑ. 

Φυσικά, τα δημόσια σχολεία πρέπει να εκσυγχρονιστούν, αλλά τα ιδιωτικά μπορούν να συμβάλουν άμεσα στους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας αξιοποιώντας την τεχνογνωσία τους και προσφέροντας εκπαιδευτικές υπηρεσίες εξαγωγικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα θεματικά summer camps με συμμετοχή ξένων μαθητών (κάτι που σε άλλες χώρες γίνεται εδώ και δεκαετίες), διοργάνωση διεθνών διαγωνισμών ή εκδηλώσεων, αρκεί να αρθούν νομικά κωλύματα και να υπάρξει μία οδός χρηματοδότησης τέτοιων πρωτοβουλιών.

Στον Θεματικό Στόχο γίνεται λόγος για την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (προς το παρόν μόνον τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ θεωρούνται τριτοβάθμια εκπαίδευση στην χώρα μας) και την εισαγωγή σχημάτων πρακτικής άσκησης και μαθητείας, ώστε να ενισχυθεί η απασχόληση των νέων. Συμπληρώνουμε, μόνον των νέων που σπουδάζουν σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Η μεγάλη μερίδα των νέων που φοιτούν σε κολλέγια, προτιμώντας να μείνουν οι ίδιοι και τα χρήματά τους στην Ελλάδα αντί να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, και πάλι αφήνονται στην τύχη τους. 

Το νέο ΕΣΠΑ θα χρηματοδοτήσει επίσης τις υλικοτεχνικές υποδομές των ΑΕΙ, που θα καταστρέψουν για άλλη μία φορά οι καταληψίες, ενώ λόγος γίνεται και για δημιουργία διαδικασιών αποτίμησης των αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης και για συστήματα διασφάλισης ποιότητας. Τα κολλέγια, από την άλλη πλευρά, που για να αδειοδοτηθούν πρέπει να προϋπάρχουν όλες αυτές οι προϋποθέσεις, βρίσκονται ακόμη αδιαβάθμητα στην μη τυπική μεταλυκειακή εκπαίδευση, χωρίς δυνατότητα πρόσβασης σε κανενός είδους χρηματοδότηση, εθνική ή ευρωπαϊκή, και σε κανενός είδους κινητικότητα (φοιτητών ή εκπαιδευτικού προσωπικού), αφού η λειτουργία τους μεταφράζεται διαφορετικά από κάθε δημόσιο λειτουργό που παρεμβαίνει με μοναδικό στόχο την απόρριψη οποιασδήποτε αίτησης εκ μέρους τους (π.χ. Κολλέγιο που έκανε αίτηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για απόκτηση του Erasmus University Charter ώστε να διευκολύνει την συνεργασία του με άλλα ευρωπαϊκά ανώτερα ιδρύματα, να δημιουργήσει προϋποθέσεις κινητικότητας και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας των σπουδαστών του σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, έλαβε αρνητική απάντηση από την Επιτροπή με την αιτιολογία ότι η αρμόδια εθνική αρχή, δηλαδή το ελληνικό υπουργείο Παιδείας, δεν αναγνωρίζει τα κολλέγια ως ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης).

Ο λόγος που αναφέρονται τα κολλέγια είναι γιατί, με κατάλληλες ρυθμίσεις, θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω ο αναπτυξιακός τους ρόλος στην χώρα. Τα κολλέγια, πέρα από τον καθαρά εκπαιδευτικό τους ρόλο –που εποπτεύεται τόσο από το ελληνικό υπουργείο Παιδείας όσο και από το πανεπιστήμιο του εξωτερικού με το οποίο συνεργάζεται το καθένα– είναι επίσης επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό, αποδίδουν φόρους και κρατούν στην Ελλάδα εισόδημα που σε διαφορετική περίπτωση θα μετατρεπόταν σε συνάλλαγμα. 

Πολύ περισσότερο, όμως, μέσα από τις διεθνείς τους συνεργασίες, είναι κόμβοι προσέλκυσης σπουδαστών και εισροής χρημάτων από το εξωτερικό. Με πρόσβαση σε χρηματοδότηση και κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν περαιτέρω την υποδομή τους και να επεκταθούν και στον εκπαιδευτικό τουρισμό, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα πολλαπλούς αναπτυξιακούς στόχους της χώρας.

Στον ίδιο Θεματικό Στόχο γίνεται λόγος και για την δια βίου μάθηση και την βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της. Ο στόχος αναφέρεται προφανώς στα δημόσια κέντρα δια βίου μάθησης, γιατί τα ιδιωτικά λειτουργούν ήδη αποτελεσματικά στην ελεύθερη αγορά και προσελκύουν σημαντικά μεγάλο αριθμό ενηλίκων συμμετεχόντων, ενώ επίσης τούς ανατίθενται απευθείας εκπαιδευτικά προγράμματα από επιχειρήσεις με συγκεκριμένες ανάγκες (tailor made on demand). 

Η συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην δια βίου μάθηση αγνοείται συστηματικά από το Δημόσιο. Δεν έγινε ποτέ επίσημη καταγραφή του αριθμού συμμετεχόντων σε προγράμματα ιδιωτικού τομέα, ούτε των θεματικών πεδίων με την μεγαλύτερη απήχηση στην αγορά εργασίας. Ως αποτέλεσμα, έχουμε το πλασματικά χαμηλό ποσοστό της συμμετοχής στην δια βίου μάθηση, που εμφανίζεται στις επίσημες αναφορές και εκθέτει την χώρα, ενώ παραγνωρίζεται μία σημαντική πηγή πληροφοριών που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε εθνικό επίπεδο για την δια βίου μάθηση.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι από τον στρατηγικό σχεδιασμό της δια βίου μάθησης λείπει παντελώς ο πυλώνας της προσωπικής ανάπτυξης (κοινωνικές δεξιότητες, πολιτισμός, φιλοσοφία, πολυπολιτισμικότητα, κλπ), που είναι αναπόσπαστο μέρος της ουσιαστικής παιδείας και που μπορεί να συμβάλλει σημαντικά και στην ευνοϊκότερη ένταξη ευάλωτων ομάδων στο κοινωνικό σύνολο. Αυτή δεν την επισήμανση μάς έκαναν προσφάτως τόσον η απελθούσα αντιπρόεδρος  της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κυρία Βιβιάν Ρέντινγκ, ευρωβουλευτής σήμερα, όσο και η κυρία Άννα Διαμαντοπούλου, πρώην Επίτροπος και υπουργός Παιδείας.

Μήπως λοιπόν απαιτούνται τολμηρά μέτρα, έστω και την υστάτη ώρα;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Γνώμη

Η Κίνα εγκλωβίζει την Αφρική σε μια «παγίδα χρέους»

Athanase PapandropoulosΑπό: Athanase Papandropoulos

Τα κρατικά κινεζικά Ταμεία κατέχουν πάνω από το 60% του χρέους σε 17 χώρες της ηπείρου

Ηλεκτρονική Έκδοση Τρέχοντος Τεύχους: 04/2021 2021

Περιοδικό

Τρέχον Τεύχος

04/2021 2021

Δείτε τα παλαιά τεύχη
Συνδρομή
Διαφημιστείτε
Ηλεκτρονική Έκδοση

Ευρώπη

Η Επιτροπή παραπέμπει την Ελλάδα στο Δικαστήριο για καθυστερήσεις πληρωμών

Η Επιτροπή παραπέμπει την Ελλάδα στο Δικαστήριο για καθυστερήσεις πληρωμών

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οικονομία

7 στις 10 τράπεζες αυξάνουν τις ψηφιακές τους επενδύσεις το 2024

7 στις 10 τράπεζες αυξάνουν τις ψηφιακές τους επενδύσεις το 2024

Αύξηση των επενδύσεών τους στον ψηφιακό μετασχηματισμό σε ποσοστό έως και 10% εντός του 2024 σχεδιάζουν 7 στις 10 τράπεζες, παγκοσμίως

EURACTIV.com - Feeds

All contents © Copyright EMG Strategic Consulting Ltd. 1997-2024. All Rights Reserved   |   Αρχική Σελίδα  |   Disclaimer  |   Website by Theratron