Edition: International | Greek
MENU

Αρχική » Οικονομία

Η φούσκα του λιανεμπορίου και η σημασία της

Οι φορολογικές επιδρομές και η συνακόλουθη με αυτές πτώση της ζήτησης οδηγούν εκ του ασφαλούς σε μία χωρίς προηγούμενο λιανεμπορική έκρηξη, με δραματικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Ένα κείμενο κεραυνός…

Από: EBR - Δημοσίευση: Παρασκευή, 6 Νοεμβρίου 2015

 Αρχίζοντας από το δεύτερο μισό της περιόδου 1980-1990 και σε όλη την διάρκεια 1990-2000, αυτό το πουλόβερ ξεχείλωσε εντελώς. Η Ελλάδα ζει πλέον στον αστερισμό του συστηματικού δανεισμού και δημιουργείται μία πλαστή ευμάρεια που αλλοιώνει όλες τις αγορές.
Αρχίζοντας από το δεύτερο μισό της περιόδου 1980-1990 και σε όλη την διάρκεια 1990-2000, αυτό το πουλόβερ ξεχείλωσε εντελώς. Η Ελλάδα ζει πλέον στον αστερισμό του συστηματικού δανεισμού και δημιουργείται μία πλαστή ευμάρεια που αλλοιώνει όλες τις αγορές.

του Κώστα Νεοφώτιστου*   

Στην φούσκα χρεών που αναφέρει ο Αθαν. Παπανδρόπουλος στο σχετικό άρθρο του, υπάρχει απόλυτη συνυπευθυνότητα λιανεμπόρων και προμηθευτών. Αυτή είναι η εμπειρία που αποκόμισα μετά από σχεδόν 33 χρόνια στον χώρο των ελληνικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων. 

Αυτό που έζησα και γνώρισα δείχνει ξεκάθαρα πως οι προμηθευτές του λιανεμπορικού κυκλώματος έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης, τόσο για όσα τούς συνέβησαν μέχρι σήμερα όσο και για ο,τιδήποτε τούς συμβεί στο μέλλον. Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο μέτρο που λέει ότι έχουν Α% ευθύνη, υπάρχει όμως ένα αμείλικτο ιστορικό που δείχνει την εξέλιξη του φαινομένου.

Το κρίσιμο διάστημα για την σταδιακή μετατροπή του λιανεμπορίου σε πιστωτική ζούγκλα ήταν η δεκαετία του 1980. Δίπλα στις λίγες οργανωμένες αλυσίδες καταστημάτων εμφανίζονται νέες, που αυξάνουν σημαντικά τους διαθέσιμους χώρους προβολής των καταναλωτικών προϊόντων, χωρίς να υπάρχει η ανάλογη αύξηση της ζήτησης. 

Αυτόματα οδηγούμαστε σε μία αύξηση των αποθεματοποιημένων προϊόντων μέσα στα σημεία πώλησης και, αναπόφευκτα, σε αύξηση των συνολικών πιστώσεων στην αγορά. Περισσότερα επί πιστώσει αποθέματα, άρα μεγαλύτερες πιστώσεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, η αύξηση της κατανάλωσης δεν ήταν τόση ώστε να καλύψει την ποσοτική προσφορά, με αποτέλεσμα να έχουμε μία αύξηση της ζητούμενης πίστωσης. 

Η διαθέσιμη ρευστότητα δεν κάλυπτε τις ανάγκες –περισσότερα και μεγαλύτερα καταστήματα, αύξηση μερισμάτων, κλπ.– οπότε έπρεπε να βρεθεί ζεστό και φθηνό χρήμα, άρα τί πιο βολικό από τις άτοκες πιστώσεις των προμηθευτών.

Αρχίζει λοιπόν το διπλό παιχνίδι «αποθέματα και τροφοδοσία». Οι χώροι ανά προμηθευτή μειώνονται, οπότε (για να διατηρηθούν τα ίδια επίπεδα αποθεμάτων) πρέπει να αυξηθεί η συχνότητα της τροφοδοσίας (προκειμένου το «ράφι της νοικοκυράς» να παραμένει εντυπωσιακά γεμάτο). 

Με την πρακτική αυτή, ο προμηθευτής έχει αύξηση του κόστους διανομής του ενώ ο λιανέμπορος κερδίζει χώρο τον οποίο θα διαθέσει σε καινούργιους προμηθευτές (νέων ή ανταγωνιστικών προϊόντων). Νέοι προμηθευτές σημαίνει νέα προϊόντα, νέα αποθέματα και νέες πιστώσεις –άρα ζεστό χρήμα, μια και οι πωλήσεις είναι μετρητοίς αλλά οι αγορές επί πιστώσει.

Αρχίζοντας από το δεύτερο μισό της περιόδου 1980-1990 και σε όλη την διάρκεια 1990-2000, αυτό το πουλόβερ ξεχείλωσε εντελώς. Η Ελλάδα ζει πλέον στον αστερισμό του συστηματικού δανεισμού και δημιουργείται μία πλαστή ευμάρεια που αλλοιώνει όλες τις αγορές. 

Ο μέσος καταναλωτής αρχίζει να αγοράζει στην λογική του «καταναλώνω = υπάρχω» και βιώνει το όνειρο της οικονομικής άνεσης μεταφέροντας κατάφορτα καρότσια του super-market και μετατρέποντας τα ντουλάπια του σε παράρτημα των αποθηκών του καταστήματος. 

Επενδυτικά και αναπτυξιακά προγράμματα μοιράζουν χρήμα στις βιομηχανίες και βιοτεχνίες παραγωγής προϊόντων, οι οποίες επεκτείνουν τις εγκαταστάσεις τους ή κατασκευάζουν νέες και μεγαλύτερες μονάδες, ικανές να εφοδιάσουν δύο Ελλάδες –αφού οι εξαγωγές δεν γνώρισαν τέτοιο κρεσέντο αύξησης. 

Η εγχώρια αγορά, όμως, αν δεν συρρικνώνεται τουλάχιστον παραμένει ίδια, οπότε η ανάγκη πώλησης της αυξημένης παραγωγής οδηγεί τους προμηθευτές σε μεγαλύτερη ενδοτικότητα απέναντι στις υπερβολικές απαιτήσεις του λιανεμπορίου.

Ένα λιανεμπόριο που ζει την δική του «χρυσή δεκαετία». Είτε από απέραντη άγνοια και αμορφωσιά, είτε από δόλο, ο κρατικός μηχανισμός δεν δημιούργησε ένα κανονιστικό πλαίσιο για το οργανωμένο λιανεμπόριο. Στις προηγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, εκεί που τις αποφάσεις παίρνουν οι κατάλληλοι τεχνοκράτες, τα καταστήματα-μεγαθήρια επιτρέπονται σε συγκεκριμένη χιλιομετρική απόσταση από το αστικό κέντρο. 

Αν θέλεις να αγοράσεις από βούτυρο μέχρι μηχανή του γκαζόν, θα πας 40 χιλιόμετρα από το κέντρο –οπότε θα μπορέσει να λειτουργήσει βιώσιμα και το μικρό συνοικιακό κατάστημα των 80τ.μ. Εξάλλου, είναι σημαντικό και για την δική σου ποιότητα ζωής, αφού τα 10 φορτηγά εφοδιασμού θα πάνε επίσης εκεί μακρυά και δεν θα συνωστίζονται έξω από την πόρτα σου.

Είναι η περίοδος που τα πράγματα αρχίζουν πια να ξεφεύγουν. Οι αλυσίδες λιανεμπορίου ζητάνε εξωπραγματικές παροχές, χωρίς μέτρο και χωρίς αιδώ, και με την ίδια αναίδεια οι προμηθευτές τις παραχωρούσαν. Χρησιμοποιώ τον όρο «αναίδεια» γιατί μόνον έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω την ευκολία με την οποία πρώτα συμφωνούσαν να πληρώνονται το πρώτο τιμολόγιό τους  μέχρι και 6 μήνες αργότερα, και κατόπιν φόρτωναν το χρηματοοικονομικό κόστος στα προϊόντα (όλοι) και σε παραφουσκωμένες επιδοτήσεις ή επενδυτικά προγράμματα (αρκετοί από αυτούς). 

Παράλληλα, άρχισαν να εμφανίζονται και μία σειρά μικροί και περιφερειακοί προμηθευτές που, έχοντας ζεστό χρήμα στα χέρια τους, έκαναν το παιχνίδι των παροχών και των πιστώσεων ακόμη πιο άγριο.

Δεν υπήρχε φραγμός στην δεκαετία του ’90. Όλοι ζητούσαν από όλους και όλοι παραχωρούσαν σε όλους. Χρυσοπληρωμένοι «μανατζαραίοι» έλεγαν ότι έχουν ανοιχτά υπόλοιπα που ξεπερνούσαν τις 180 ημέρες χωρίς να κοκκινίζουν από ντροπή και οι «επιχειρηματίες» που τούς πλήρωναν αποδέχονταν την απάντηση (αντί να τους απολύσουν με κλωτσιές) επειδή, λέει, «έτσι λειτουργεί η αγορά». 

Μετατρέψανε μία αγορά σε πιστοδοτική ζούγκλα και δέχτηκαν να λειτουργεί με αυτό τον τρόπο γιατί σε τούτη την χώρα, ανάμεσα στα άλλα παράδοξα, έχουμε το συνήθειο να αξιολογούμε τις επιχειρήσεις με βάση τον τζίρο που κάνουν και όχι την κερδοφορία τους! 

Να κάνουμε, λοιπόν, μεγάλους τζίρους, γιατί και τα δάνεια με βασικό κριτήριο τον τζίρο θα τα πάρουμε. Φτάσαμε στο σημείο να βλέπουμε την ελληνική εταιρεία να κάνει εξαγωγές στην Ισπανία με τιμές κάτω του κόστους (προκειμένου να ανεβάσει τους τζίρους της) γιατί επρόκειτο να εισαχθεί στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου, και να το θεωρούμε φυσιολογική και σωστή κίνηση!

Στην επίμαχη δεκαετία, αποκαλύπτεται σε όλη της την έκταση και η ευθύνη του μέσου Έλληνα καταναλωτή, του «νοικοκυραίου», που αγοράζει παρορμητικά και άκριτα. Είκοσι χρόνια πριν υπήρχε κάποια αμφιβολία για το «πόσο φταίει ο καταναλωτής», αλλά την δεκαετία του ’90 δεν υπήρχε χώρος για αυταπάτες. 

Είχαμε την μεγαλύτερη αποθεματοποίηση προϊόντων ανά νοικοκυριό (λες και περιμέναμε κατοχή), είχαμε την μεγαλύτερη σπατάλη σε προϊόντα «παρορμητικής αγοράς», είχαμε κατακόρυφη αύξηση των πωλήσεων σε προϊόντα-status (= είδη πολυτελείας με συμβολισμό οικονομικής ευχέρειας) και, τέλος, είχαμε την μεγαλύτερη ποσότητα δευτερογενώς παραγωγικών απορριμμάτων (δηλαδή τροφίμων και ανακυκλώσιμων υλικών που καταλήγουν στα σκουπίδια). 

Ο «νοικοκύρης» αγοράζει χωρίς να κοιτά και να συγκρίνει τις τιμές, χωρίς να υπολογίζει τις συσκευασίες, χωρίς να κρίνει πόσα και ποια προϊόντα χρειάζεται πραγματικά και σε ποιες ποσότητες. Απλώς αγοράζει όπως αισθάνεται και, αν αργότερα ανακαλύψει κάτι που υποδηλώνει ότι εξαπατήθηκε, ζητάει την κρατική προστασία. 

Στην ουσία, ζητάει από το κράτος (=τους άλλους) να υπάρχει ένας αστυνομικός που θα ελέγχει για λογαριασμό του τις λαθροχειρίες λιανεμπορίου και προμηθευτών, προκειμένου ο ίδιος να συνεχίσει απερίσπαστος να αγοράζει άκριτα και παρορμητικά.

Και όλοι μαζί, προμηθευτές, λιανεμπόριο και καταναλωτές, βαδίζαμε προς την δόξα του 2000, των Ολυμπιακών Αγώνων και της Μεγάλης Ελλάδας.

Η δεκαετία του 2000

Στην ανατολή της νέας χιλιετίας δεν υπήρχε κρίση. Για την ακρίβεια, υπήρχε μία αστήρικτη υπεραισιοδοξία πως όλα ακολουθούν μία μεγαλειώδη πορεία. Μπορεί κάποιοι να διαβάζαμε ισολογισμούς επιχειρήσεων και να διατυπώναμε επιφυλάξεις, αλλά στην προ-Ολυμπιακή Ελλάδα δεν επιτρέπονταν ρεαλιστικές τοποθετήσεις. Ο,τιδήποτε εμπεριείχε ψήγματα, έστω, ορθολογισμού και αμφισβήτησης του μεγαλείου, απορρίπτετο με την ένδειξη «απαισιοδοξία», «αρνητισμός», «πεσιμισμός» ή απλά «γκρίνια». 

Το λιανεμπόριο συνέχιζε να καλπάζει (όσο συνέχιζαν οι πιστώσεις και οι παροχές των προμηθευτών), οι προμηθευτές είχαν κέρδη (αφού τα παράλογα κόστη μετακυλίοντο στα προϊόντα), οι καταναλωτές αγόραζαν (αφού οι πιστωτικές κάρτες μοιράζονταν σχεδόν σαν διαφημιστικά φυλλάδια). Και ο κύκλος έκλεινε με την επιστροφή των χρεών εκεί που είχε ξεκινήσει το χρήμα –δηλαδή στις τράπεζες. 

Υπήρχε και ο «αστέρας των λιανεμπόρων» που πλήρωνε τους προμηθευτές από τις 270 μέρες και μετά, και όλοι τους ήταν περήφανοι που είχαν τοποθετήσει προϊόντα στα καταστήματά του. Δυστυχώς, όταν το κανόνι έσκασε, το όνομά τους ήταν τοποθετημένο ανάμεσα στους πιστωτές που δεν πήραν ποτέ τα λεφτά τους.

Κανείς δεν υποψιάστηκε, ούτε τότε. Κανείς δεν τόλμησε να βάλει ένα φρένο και να εξυγιάνει το «χαρτοφυλάκειο των πιστώσεών» του. Μετά από μία τετραετία, μία Lehman Brothers και το πρώτο μνημόνιο, εξακολουθούσαμε να βλέπουμε τους «πίνακες ωρίμανσης» των πιστώσεων (όπως κατ’ ευφημισμόν λέγονται τα ανοιχτά υπόλοιπα στην Μηχανογράφηση) με απάθεια. 

Τα ώριμα ανοιχτά υπόλοιπα σάπιζαν σιγά-σιγά, αλλά ελάχιστα έγιναν στην κατεύθυνση της εξυγίανσης. Σε μία απίστευτη επανάληψη της πρακτικής να μετακυλίουμε το κόστος στα προϊόντα, βρέθηκε η νέα συνταγή της μετακύλισης του χρηματοοικονομικού κόστους στο Δημόσιο (παρακράτηση ΦΠΑ, μη καταβολή εισφορών και φόρων, κλπ.) και στις αμοιβές του προσωπικού. 

Σε όλη την διάρκεια του πρώτου μνημονίου συνεχίστηκε η υπερβολική πιστωδότηση του λιανεμπορίου μέσω της μερικής μετακύλισης του κόστους οπουδήποτε μπορούσε να ξεφορτωθεί, καθώς και της μείωσης των αποδοχών. Θα μπορούσαν να μειωθούν δραματικά οι πιστώσεις και, σε συνδυασμό με την εξοικονόμηση μισθολογικού κόστους, να γίνει στρατηγική σύμπτυξη δραστηριοτήτων και αναπροσανατολισμός, ώστε να μπορέσει η αγορά να λειτουργήσει έστω και σε κατάσταση μειούμενης ρευστότητας. Δεν βαριέσαι! Οι εύκολες συνταγές είναι η συνήθης πρακτική.

Βέβαια, κάποιες μεγάλες ξένες αλυσσίδες έκαναν την στρατηγική τους σύμπτυξη. Αξιολογώντας ότι η ελληνική φούσκα μπορεί να σκάσει (πριν ξεφουσκώσει νομοτελειακά), αποφάσισαν να αποσυρθούν κλείνοντας (κάποιες από αυτές) τα καταστήματά τους ή πουλώντας τα (κάποιες άλλες) σε νέους ιδιοκτήτες. 

Για όσες έκλεισαν, σάς διαβεβαιώ ότι οι υποχρεώσεις (= πιστώσεις) εξοφλήθηκαν μόνον προς τους πολυεθνικούς προμηθευτές (μέσω της οδού των τριγωνικών συναλλαγών). Οι εγχώριοι προμηθευτές ήταν οι πρώτοι που δοκίμασαν το φρούτο του PSI, αφού τα υπόλοιπά τους εξοφλήθηκαν μετά από διμερείς διαπραγματεύσεις για «κούρεμα». Όσο για εκείνες που πουλήθηκαν, τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν στον επόμενο και συνέχισαν να σέρνονται.

Όσοι έφυγαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (δηλαδή, κλείσιμο ή πώληση) δεν είχαν ζημίες. Οι ξένοι δεν συνηθίζουν να περιμένουν ζημίες για να το κλείσουν. Μόλις η κερδοφορία πέσει κάτω από ένα προϋπολογισμένο όριο, αποσύρονται από μία αγορά την οποία θεωρούν επιχειρηματικά μη αξιοποιήσιμη –αυτό που ονομάζεται underlog. 

Ζημίες έγραψαν (και θα συνεχίσουν να γράφουν) όσες ελληνικές επιχειρήσεις στήριξαν την βιωσιμότητά τους σε υπερβολική κερδοφορία, σε εκμετάλλευση των πρωτογενών προμηθευτών τους (οι τιμές αγοράς του φρέσκου γάλακτος είναι ένα παράδειγμα), σε υποβάθμιση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και, βέβαια, σε δανεισμό (που δεν υπήρχε, πλέον).

Η δεκαετία του 2000 έκλεισε συμβολικά, με την χαμένη ευκαιρία της αναγκαίας αναδιάρθρωσης που έπρεπε να είχε γίνει με άξονα το πρώτο μνημόνιο. Δεν έχει σημασία αν οι προϋπολογισμοί του ήταν λάθος, αν οι πολλαπλασιαστές δεν ήταν σωστοί και αν το κοινό υπέστη μία πρώτη μείωση της αγοραστικής του δυνατότητας. 

Εκείνο που μετράει είναι ότι υπήρχαν πολλές αλλαγές εξυγίανσης της αγοράς που δεν είχαν γίνει μέχρι τότε, που θα μπορούσαν να γίνουν με αφορμή τις μνημονιακές δεσμεύσεις, αλλά που δεν έγιναν εξ αιτίας του διαβόητου «πολιτικού κόστους».

Ας πάρουμε ένα φανταστικό παράδειγμα: Αν υποθέσουμε ότι, ως προμηθευτής, είμαι τόσο αφελής ώστε να συμφωνήσω για μία πίστωση 10 μηνών, η έννοια της ελεύθερης αγοράς δεν μπορεί να μού απαγορεύσει να το κάνω, ούτε στον πελάτη μου να το εκμεταλλευτεί. Μπορεί, όμως, να μού επιβάλλει να μην πουλάω ΑΤ (άνευ τιμολογίου), να μην υπεξαιρώ τον ΦΠΑ, να εξοφλώ τις εργοδοτικές εισφορές και τους φόρους μου. 

Μπορεί, τελικά, να δημιουργήσει ένα κανονιστικό πλαίσιο που θα αποτρέπει την λειτουργία μιας επιχείρησης εις βάρος του δημοσιονομικού συμφέροντος και του καταναλωτικού κοινού. Αν, αντίθετα, επιτρέπει αυτού του είδους την «παρασιτική επιχειρηματικότητα» από έλλειψη οργάνωσης ή χάριν του πολιτικού κόστους, τότε υπονομεύει μακροπρόθεσμα την ίδια την αγορά και την οικονομία της.

Στο ερώτημα «μα υπάρχει παρασιτική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα;», η απάντηση είναι κατηγορηματικά ΝΑΙ. Ένα μεγάλο και τρανταχτό ΝΑΙ που περιλαμβάνει όλα αυτά τα φαιδρά τεχνάσματα ελληνικής κοπής, που λειτουργούν για χρόνια (και εξακολουθούν μέχρι και σήμερα). 

Προσπαθήστε να εξηγήσετε σε έναν ξένο τα τεχνάσματα με τις μεταχρονολογημένες επιταγές με τις «τράμπες» των επιταγών και με την θάλασσα από τις δίγραμμες, και πείτε μου τί θα καταλάβει. Κάντε έναν κόπο να τού εξηγήσετε το παιχνίδι που παίζουν οι επιχειρήσεις παρέα με τις τράπεζες, μέσω του διαβοήτου plafond (που ο μέσος «επιχειρηματίας» αποκαλεί «μπλαφό»!) και πείτε μου τις αντιδράσεις του. 

Και μετά ενημερώστε τον ότι καμία μεταρρύθμιση (που να διορθώνει κάποια από αυτά) δεν προχώρησε, επειδή οι «επιχειρηματίες» (παρέα με τις «τράπεζες» που έπαιζαν το ίδιο παιχνίδι) ζητούσαν παρασκηνιακά να μην διαταραχθεί, δήθεν, η αγορά!

Η δεκαετία του 2000 έκλεισε με περίπου αλώβητη την πλαστή ρευστότητα. Οι επιχειρήσεις συνέχισαν να έχουν το αμαρτωλό plafond, όπως οι καταναλωτές είχαν το πιστωτικό όριο των μερικών χιλιάδων ευρώ ανά πιστωτική κάρτα. Επισημαίνω το ανά κάρτα, γιατί, ας μην κρυβόμαστε, χιλιάδες άνθρωποι είχαν μηνιαίο εισόδημα κάτω από 3.000 ευρώ και τουλάχιστον 5-6 πιστωτικές κάρτες με μέσο όροι τα 6.000 ευρώ. 

Με άλλα λόγια, πάνω από 30.000 ευρώ πίστωση μέσω καρτών και με αρκετές από αυτές (αν όχι όλες) τερματισμένες. Οι επιχειρήσεις είχαν το plafond των επιταγών και οι καταναλωτές το δικό τους plafond των καρτών. Μια ωραία ατμόσφαιρα!

Η δεκαετία του 2010

Μετά από σχεδόν έξι χρόνια λιτότητας και το τρίτο μνημόνιο εν ισχύει, υπάρχουν κάποιες αλλαγές –οι οποίες, όμως, είναι σημαντικά λιγότερες από αυτές που θα έπρεπε να έχουν γίνει. Κατ’ αρχήν, η στρατηγική επιλογή της σύμπτυξης και του αναπροσανατολισμού, μία κίνηση που θα έπρεπε να έχει γίνει από όλους (καταναλωτές, επιχειρήσεις, κλπ.), είναι εξαιρετικά περιορισμένη. 

Δεν αναφέρομαι στην αναγκαστική μείωση των καταναλωτικών δαπανών λόγω περιορισμένης ρευστότητας, αλλά στην συνειδητή αλλαγή αγοραστικής συμπεριφοράς. Ένα μέρος του κοινού περιόρισε δραστικά τις δαπάνες του λόγω έλλειψης χρημάτων, αλλά την ίδια ώρα, δίπλα σ’ αυτό, κάποιο άλλο κοινό έχτισε την επόμενη φούσκα των καταναλωτικών χρεών μέσα από πιστωτικές κάρτες. Η ελληνική κοινωνία και ο μέσος Έλληνας αγοραστής δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει σύμπτυξη και αναπροσανατολισμό, παρά τις δυσμενείς συνθήκες και τις δυσμενέστερες προοπτικές. 

Η επιμονή με την οποία επιχειρείται η διατήρηση ενός μη βιώσιμου επιχειρηματικού μοντέλου και η άρνηση για δραστικές αλλαγές και προσαρμογές στα νέα δεδομένα, αποδεικνύουν μία βαθιά συντηρητική νοοτροπία και την έντονη επιθυμία να παραμείνουμε στα γνωστά πρότυπα. Ακόμα και η πολιτική στάση και έκφραση του ελληνικού κοινού το τελευταίο δεκάμηνο δείχνει ακριβώς αυτή την προχειρότητα που δεν θα οδηγήσει πουθενά.

Ο όγκος των αγορών (= τζίρος) έχει πτωτική τάση και με τις διαφαινόμενες φορολογικές επιδρομές θα συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο. Όσοι δεν έχουν την ικανότητα (ή το κουράγιο) να συμπτύξουν (ή και να κλείσουν) μία επιχείρηση, θα συνεχίσουν να καλύπτουν τις ανάγκες τους με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας –ρευστοποιήσεις περιουσιών, επιταγές, τοκογλυφικά δάνεια, καθυστέρηση ή και στάση πληρωμών, ρυθμίσεις, κλπ. 

Με άλλα λόγια, η αγορά θα κινείται στον ρυθμό μιας συνεχώς διογκούμενης πίστωσης, η οποία, μάλιστα, γενικεύεται. Πιστώνουν οι ιδιοκτήτες τους ενοικιαστές (γιατί η δικαστική διεκδίκηση δεν έχει προοπτική και δεν υπάρχουν ενδιαφερόμενοι για ενοικίαση), πιστώνουν οι επιχειρήσεις τους υπαλλήλους τους (γιατί το ρευστό μειώνεται και οι υποχρεώσεις αυξάνουν), πιστώνουν οι εταιρείες η μία την άλλη (και οι επιταγές συνεχίζουν να γυρνάνε δεξιά και αριστερά). 

Μέχρι και το Δημόσιο μπήκε στον χορό της πίστωσης, αφού η περιβόητη ρύθμιση των 100 δόσεων δεν είναι παρά μία μορφή πίστωσης προς τον οφειλέτη. Μία χώρα στην παραζάλη των πιστώσεων.

Μοιάζει με το παιχνίδι του μουτζούρη, που προσπαθούμε να αποφύγουμε το συγκεκριμένο φύλλο –αλλά εδώ μάλλον φαίνεται σε ποιον (ή ποιους) θα καταλήξει. Τα γνωστά ως distress funds θα πάρουν κάποια στιγμή το πακέτο των χρεών με το οποιοδήποτε «κούρεμα» συμφωνηθεί, το Δημόσιο θα συνεχίσει να εγγράφει απαιτήσεις (τις οποίες κάποτε στο μέλλον θα αποφασίσει να διαγράψει ως ανείσπρακτες) και οι προμηθευτές των ΑΕ που θα «σκάσουν» θα μείνουν απλήρωτοι. 

Όσοι αντέξουν και συνεχίσουν να λειτουργούν, θα υποχρεωθούν (αργά ή γρήγορα) να κάνουν τις αλλαγές εκείνες που θα έπρεπε να είχαν κάνει από καιρό, αλλιώς θα κλείσουν (με ανάλογο «σκάσιμο»). Κάποιοι άλλοι θα καταρρεύσουν άμεσα, μετακυλίοντας τις επιπτώσεις στο δικό τους περιβάλλον. Στο τέλος αυτής της διαδρομής, απ’ οπουδήποτε και αν την πιάσουμε, υπάρχουν άνθρωποι που θα χάσουν χρήματα, δουλειές, περιουσίες –ή και όλα μαζί.

Η εξαετία των μνημονίων ξεκίνησε με μία ευκαιρία να γίνουν κάποιες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που ο ελληνικός επαρχιωτισμός και συντηρητισμός τις εμπόδιζε για χρόνια. Βρεθήκαμε (κακώς) εντός της ζώνης του ευρώ, παραμείναμε χωρίς να κάνουμε τις αναγκαίες προσαρμογές (κάκιστον), επομένως ήταν φυσικό επακόλουθο να βρεθούμε υπερχρεωμένοι. 

Το πρώτο μνημόνιο, με την καυτή ανάσα του στο σβέρκο μας και με τις αιτιάσεις του σαν επιχειρηματολογία, ήταν η ευκαιρία να πειθαναγκάσουμε τους εαυτούς μας και την κοινωνία στο σύνολό της να κάνει ταυτόχρονα δύο πράγματα: Να μαζέψει τα πόδια της που είχαν βγει έξω από το πάπλωμα, και μετά να το μεγαλώσει. Δυστυχώς, αντί γι αυτό, εμείς κονταίναμε το πάπλωμα. Φτάσαμε στο τρίτο μνημόνιο και αυτό που έχει απομείνει πλέον μοιάζει με ξεφτισμένη μαξιλαροθήκη!

Όσο και αν μας ακρωτηριάσουν, δεν πρόκειται να χωρέσουμε σε μία μαξιλαροθήκη. Το δυστύχημα είναι ότι ο ακρωτηριασμός (που θα γίνει νομοτελειακά) θα είναι εκτεταμένος και θα οφείλεται σε …κρυοπαγήματα. Γιατί, όχι μόνο δεν μαζέψαμε τα πόδια μας, αλλά πλέναμε συνεχώς το πάπλωμα επειδή δεν μας άρεσε το χρώμα. Μόνο που αντί να αλλάξει χρώμα μπήκε στο πλύσιμο, και καταστράφηκε.

Τώρα πια είμαστε, πρακτικά, ξεσκέπαστοι.

*Οικονομολόγος, στέλεχος επιχειρήσεων

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Γνώμη

Η Κίνα εγκλωβίζει την Αφρική σε μια «παγίδα χρέους»

Athanase PapandropoulosΑπό: Athanase Papandropoulos

Τα κρατικά κινεζικά Ταμεία κατέχουν πάνω από το 60% του χρέους σε 17 χώρες της ηπείρου

Ηλεκτρονική Έκδοση Τρέχοντος Τεύχους: 04/2021 2021

Περιοδικό

Τρέχον Τεύχος

04/2021 2021

Δείτε τα παλαιά τεύχη
Συνδρομή
Διαφημιστείτε
Ηλεκτρονική Έκδοση

Ευρώπη

Η Επιτροπή παραπέμπει την Ελλάδα στο Δικαστήριο για καθυστερήσεις πληρωμών

Η Επιτροπή παραπέμπει την Ελλάδα στο Δικαστήριο για καθυστερήσεις πληρωμών

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οικονομία

7 στις 10 τράπεζες αυξάνουν τις ψηφιακές τους επενδύσεις το 2024

7 στις 10 τράπεζες αυξάνουν τις ψηφιακές τους επενδύσεις το 2024

Αύξηση των επενδύσεών τους στον ψηφιακό μετασχηματισμό σε ποσοστό έως και 10% εντός του 2024 σχεδιάζουν 7 στις 10 τράπεζες, παγκοσμίως

EURACTIV.com - Feeds

All contents © Copyright EMG Strategic Consulting Ltd. 1997-2024. All Rights Reserved   |   Αρχική Σελίδα  |   Disclaimer  |   Website by Theratron