του
Michael Gromling*
Η γερμανική οικονομία επωφελείται από το εξωτερικό εμπόριο. Αντίθετα, όμως, από την εντύπωση που έχει επικρατήσει στον κόσμο, το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν επηρεάζει αρνητικά τις ευρωπαϊκές χώρες που παγιδεύτηκαν στην τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση. Η οικονομική πρόοδος των χωρών που πρόσφατα εντάχθηκαν στον βιομηχανοποιημένο κόσμο έχει ενισχύσει την ζήτηση για τα γερμανικά προϊόντα.
Ερευνητές προβλέπουν ότι η γερμανική οικονομία θα παρουσιάσει νέο ρεκόρ στο εμπορικό πλεόνασμά της το 2016. Αν η πρόβλεψη αυτή επιβεβαιωθεί, η Γερμανία θα καταλάβει περίοπτη θέση, παγκοσμίως. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν πως μόνον η Ολλανδία ξεπερνάει την Γερμανία στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών με το υψηλότερο πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Όταν ξέσπασε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) εισήγαγε την Διαδικασία των Μακροοικονομικών Ανισορροπιών (MIP). Μεταξύ άλλων, οι Βρυξέλλες ανέλαβαν πιο ενεργό ρόλο στην παρακολούθηση των χωρών με πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών άνω του 6% ως προς το ΑΕΠ επί μία τριετία. Η ΕΕ μπορεί, επίσης, να εξετάσει την πιθανότητα λήψης μέτρων για την καταπολέμηση αυτών των οικονομικών ανισορροπιών. Στην χειρότερη περίπτωση προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων. Αυτό θα ενίσχυε την θέση εκείνων που κατηγορούν την γερμανική οικονομία ότι εξασφαλίζει την οικονομική επιτυχία της εις βάρος των πιο αδύναμων χωρών-μελών της ευρωζώνης.
Αλλά αυτή η κατηγορία είναι αβάσιμη. Πράγματι, τα πλεονάσματα της Γερμανίας αποδίδονται, κυρίως, στις οικονομίες του αναδυόμενου και πρόσφατα βιομηχανοποιημένου κόσμου, με ραγδαία άνοδο από το 2000. Δύο δεκαετίες πριν, οι οικονομίες αυτών των χωρών παρουσίαζαν ανάλογους ρυθμούς ανάπτυξης με τον ανεπτυγμένο κόσμο. Έκτοτε, όμως, το προσαρμοσμένο ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 28% για τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου και κατά 135% για τις οικονομίες του αναδυόμενου και πρόσφατα βιομηχανοποιημένου κόσμου.
Ως αποτέλεσμα, οι χώρες που γνώρισαν ραγδαία ανάπτυξη την τελευταία 15ετία βίωσαν μακρά περίοδο επενδύσεων, που συνεχίστηκε μέχρι και πρόσφατα. Η αιφνίδια αύξηση της ζήτησης στην παγκόσμια οικονομία ωφέλησε την γερμανική οικονομία περισσότερο από πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης.
Αυτό έδωσε στις γερμανικές εταιρείες την δυνατότητα να αποκτήσουν υψηλά πλεονάσματα με το εμπόριο προϊόντων το 2008, όταν υπήρχε μεγάλη επενδυτική δραστηριότητα. Αυτά τα πλεονάσματα την περίοδο εκείνη είχαν φθάσει τα 340 δισεκατομμύρια δολλάρια ή το 9% του ΑΕΠ, αλλά δεν ήταν συνδεδεμένα με υψηλά ελλείμματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών που είχαν πληγεί από το χρηματοπιστωτική κρίση. Η Ελλάδα, παραδείγματος χάριν, κατέγραψε έλλειμμα 25 δισεκατομμυρίων δολλαρίων το ίδιο έτος από το εμπόριο μηχανημάτων και εξοπλισμού για παραγωγή και μεταφορές με όλες τις χώρες που συναλλασσόταν. Οπότε τα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών είναι περισσότερο αντανάκλαση της αύξησης στην παραγωγική ικανότητα των χωρών εκτός ευρωζώνης.
Αν τώρα η ΕΕ τιμωρήσει την γερμανική οικονομία για την εμπορική επιτυχία της, δεν θα ωφεληθούν οι ευρωπαϊκές χώρες που επηρεάστηκαν από την χρηματοπιστωτική κρίση. Το αντίθετο. Αν η βιομηχανία των γερμανικών επενδυτικών προϊόντων εξασθενίσει, θα υποστούν συνέπειες οι προμηθευτές σε άλλες χώρες μέλη της ευρωζώνης.
Επιπροσθέτως, το τέλος των πλεονασμάτων στην Γερμανία μπορεί να έρθει νωρίτερα απ’ ό,τι πιστεύει κανείς. Οι επενδύσεις παρουσίασαν πτώση το 2015, παγκοσμίως. Εάν συνεχιστεί αυτή η τάση, τότε θα επηρεαστεί και η Γερμανία.
*Σύμβουλος-αναλυτής στο Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών της Κολωνίας