Με λίγα λόγια, ζούσαμε με δανεικά και μόλις τελείωσαν τα δανεικά έπρεπε να προσαρμόσουμε απότομα το επίπεδο διαβίωσης στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας μας. Η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας με τα μνημόνια αποσκοπούσε στην αντιστροφή των παραγόντων που οδήγησαν στην αδυναμία πληρωμών. Έπρεπε να γίνει μεγάλη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και να ενισχυθεί η εξωστρέφεια του παραγωγικού προτύπου μέσω διαρθρωτικών αλλαγών. Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαίο να μεταφερθούν επενδυτικοί πόροι από χαμηλής σε υψηλής παραγωγικότητας κλάδους, δημιουργώντας συνθήκες ισχυρής αυτοδύναμης ανάπτυξης χωρίς δανεικά.
Το πρόβλημα είναι ότι το εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο δεν χτίζεται μέσα σε μία βραδιά. Έχουμε έτσι τεράστια ανεργία στους παραδοσιακούς κλάδους, που είναι δύσκολο να απορροφηθεί από τους δυναμικούς κλάδους. Μεγάλα στρώματα της κοινωνίας έχουν περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση. Η προσαρμογή ήταν βίαιη και το ΑΕΠ μειώθηκε απότομα κατά το 1/4 περίπου. Κάτι τέτοιο, σε καιρό ειρήνης, δημιουργεί ακραίες οικονομικές ασυνέχειες και κοινωνικές αναστατώσεις. Πολλοί, πέραν της ανεργίας, βιώνουν και την αδήλωτη και απλήρωτη εργασία για λίγες ώρες απασχόλησης την εβδομάδα, με τους μεγαλύτερους σε ηλικία να πλήττονται χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Το αποτέλεσμα είναι η έξοδος των νεότερων σε αναζήτηση δουλειάς στο εξωτερικό και η διογκούμενη αγανάκτηση όσων παραμένουν πίσω.
Οι συνταξιούχοι βλέπουν τα όνειρα μιας ζωής να καταρρέουν, καθώς οι συντάξεις τους και οι παροχές υγείας –που πληρώνονται από φόρους και εισφορές όσων εργάζονται– περικόπτονται σε ένα περιβάλλον οικονομικής στασιμότητας και μεγάλων ακόμη ελλειμμάτων του ασφαλιστικού συστήματος. Οι εργαζόμενοι στις πιο παραγωγικές ηλικίες βλέπουν ότι είναι σχεδόν αδύνατον να αποταμιεύσουν για να φτιάξουν οικογένεια, να αποκτήσουν ένα σπίτι, να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να ανοίξουν μία επιχείρηση και να διασφαλίσουν το μέλλον τους γενικότερα. Και όλα αυτά σπρώχνουν τους ψηφοφόρους προς ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς που καλλιεργούν φρούδες ελπίδες στους πολίτες.
Η λύση δεν είναι εύκολη. Δεδομένης, όμως, της συγκυρίας, υπάρχουν ορισμένα αναγκαία –αν και όχι ικανά– βήματα που πρέπει να γίνουν. Η αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου υλοποιείται μόνον με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η απλή συνταγή είναι ανταγωνισμός παντού. Ό,τι εμποδίζει την λειτουργία των επιχειρήσεων, την είσοδο, σύσταση και εγκατάσταση νέων, καθώς και την έξοδο παλαιών, υπερχρεωμένων και μη βιώσιμων επιχειρήσεων, εμποδίζει την ανάπτυξη χωρίς δανεικά και πρέπει να αποσυρθεί. Στο πεδίο αυτό εμπίπτουν οι αλλαγές για την άρση των εμποδίων που βάζει η κρατική γραφειοκρατία, η αργή απονομή της δικαιοσύνης, το αφιλόξενο κλίμα για την επιχειρηματικότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις ξένες επενδύσεις, η υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων, της εργασίας και της περιουσίας και εν γένει το θεσμικό πλαίσιο, που βρίθει στρεβλώσεων, δυσκαμψιών και προνομιακής μεταχείρισης των εκλεκτών του πελατειακού συστήματος.
Το επόμενο βήμα είναι να εστιάσουμε σε 2-3 μεγάλες επιδιώξεις. Χώρες, κλάδοι και επιχειρήσεις αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σταδιακά και με σκληρή προσπάθεια, όταν υπάρχει ανταγωνισμός, όταν λειτουργούν οι αγορές. Η ελληνική βιομηχανία, για παράδειγμα, που δημιουργεί θέσεις εργασίας υψηλών προδιαγραφών, πώς είναι δυνατόν να ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τους κολοσσούς των διεθνών αγορών όταν επιχειρεί σε μία χώρα υψηλότερου κόστους ενέργειας, υψηλότερου μη μισθολογικού κόστους, υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης κ.ο.κ, όπως η Ελλάδα;
Ταυτόχρονα, πέραν του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, πρέπει να αξιοποιηθούν τα πλεονεκτήματα που έχουμε ως χώρα λόγω γεωγραφίας (τουρισμός, εφοδιαστική αλυσίδα, πολιτισμός, κλίμα, κ.ο.κ.), τα οποία δευτερογενώς παίζουν καταλυτικό ρόλο και για την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της γεωργίας, καθώς και των κατασκευών και των υποδομών.
Στην χώρα μας σήμερα πλανάται μία βουβή απόγνωση. Πρέπει να βρούμε την δύναμη να τα βάλουμε όλα ξανά σε τάξη. Είμαστε ικανοί να μεγαλουργήσουμε. Να κάνουμε την Ελλάδα γη της επαγγελίας. Ας συνεννοηθούμε.
*Επικεφαλής οικονομολόγος στον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ)