Το πρώτο από αυτά αφορά την φύση της λιτότητος αυτής και, ως εκ τούτου, τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπισθεί. Ένα δεύτερο, και ίσως σοβαρότερο, ερώτημα είναι αυτό των δυνατοτήτων της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου γενικότερα να ξεπεράσουν την υφεσιακή κρίση, η οποία είναι βεβαίως και ο τροφοδότης της λιτότητος. Ένα τρίτο ερώτημα είναι η πολιτική επίπτωση της λιτότητος και πώς θα επηρεάσει αυτή την ίδια την δομή των δυτικών δημοκρατικών καθεστώτων.
Στο πρώτο ερώτημα, οι απαντήσεις ποικίλουν. Κατά κανόνα, υπάρχει μία αντιπαράθεση μεταξύ οπαδών των Κέϋνς και Μαρξ και αυτών της ελεύθερης αγοράς –οι οποίοι επίσης είναι διαιρεμένοι μεταξύ τους. Όμως, αμφότερες οι πλευρές στην επιχειρηματολογία τους, αντί να εστιάζουν την ανάλυσή τους στην πραγματικότητα και τις επιπτώσεις της, προκρίνουν τον δρόμο της μεταφυσικής θεωρίας, αγνοώντας ότι αυτός ουδέποτε οδήγησε σε λύσεις πέραν αυτών που συνδέονται με δράματα.
Η δυτική κρίση είναι μεν χρηματοοικονομική, πλην όμως, πίσω από το γεγονός αυτό υπάρχουν πολλά και σοβαρά αίτια διαρθρωτικού χαρακτήρος που την τροφοδότησαν. Τα σαράντα τελευταία χρόνια, αφού οι αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες γνώρισαν μιαν εντυπωσιακή ανάπτυξη χάρη στην βιομηχανική επανάσταση και τις παραγωγικές ανατροπές που αυτή προκάλεσε, άρχισαν να «τριτογενοποιούνται», ήτοι να παραχωρούν σημαντικό έδαφος στις υπηρεσίες παρά στην παραγωγή. Στο μεταξύ, όμως, είχε αναπτυχθεί στο εσωτερικό τους ένα πανίσχυρο πελατειακό κράτος, το οποίο, αντί να παράγει αξίες, έκανε ακριβώς το αντίθετο: κατασπαταλούσε πόρους. Όταν όμως οι τελευταίοι άρχισαν να σπανίζουν, λόγω εισόδου στην παγκόσμια αγορά και νέων παραγωγικών δυνάμεων που ζητούσαν μερίδιο, τα σπάταλα κράτη έπρεπε να βρουν το απαιτούμενο χρήμα.
Έτσι, τα περισσότερα δυτικοευρωπαϊκά κράτη άρχισαν να εκδίδουν χρέη, τα οποία κάποιοι έπρεπε να αγοράσουν. Και αυτοί οι τελευταίοι δεν ήσαν άλλοι από τους τραπεζίτες και γενικά τους φορείς της αναπτυσσόμενης ραγδαίως χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Με αφετηρία τις ΗΠΑ και το φαινόμενο της τιτλοποιήσεως του ενεργητικού των τραπεζικών ιδρυμάτων, τα κράτη και οι μεγάλες επιχειρήσεις άρχισαν να αντλούν άμεσα από τους αποταμιευτές κολοσσιαία ποσά μέσω της εκδόσεως εμπορευσίμων στις δευτερογενείς αγορές ομολόγων, παρακάμπτοντας το παραδοσιακό τραπεζικό δίκαιο και τους κινδύνους των ευμετάβλητων επιτοκίων. Προέκυψε έτσι ένα παγκόσμιο νομισματικό καθεστώς, με τεράστιες ποσότητες ρευστών διαθεσίμων να κινούνται ταχύτατα και σε καθημερινή βάση από χώρα σε χώρα ή από τοποθέτηση σε τοποθέτηση, λόγω του αυτοματισμού στα συστήματα μεταφοράς κεφαλαίων –η κίνηση των οποίων, βέβαια, ήταν και είναι απελευθερωμένη.
Την ίδια περίοδο, αναπτύχθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο μία μεγάλη σειρά χρηματοοικονομικών παράγωγων προϊόντων και αμοιβαίων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό μιας δεξαμενής αποταμιευτικών πόρων που αναζητούσαν εναγωνίως τις υψηλότερες δυνατές αποδόσεις. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της υπερβάλλουσας ρευστότητος ήταν ο κρατικός και ο ιδιωτικός υπερδανεισμός, η δημιουργία σειράς φουσκών στα ακίνητα, στα εμπορεύματα και στις κινητές αξίες και η αίσθηση μιας ευφορίας που άρχισε πλέον μαζικά να εκλαμβάνεται ως ανάπτυξη. Δεν ήταν, όμως.
Ο δανεισμός δεν αποτελούσε παραγόμενο εισόδημα. Ήταν μια απλή και πρόσκαιρη ενίσχυση, που συγκάλυπτε άλλες, πιο αδρές πραγματικότητες. Αυτές της υπερκαταναλώσεως ως μοχλού οικονομικής αναπτύξεως και κοινωνικής ευημερίας. Μπορεί το μοντέλο αυτό να κυριάρχησε για μία τριακονταετία και να επέτρεψε σε μια γενιά να «περάσει καλά», σήμερα όμως ήλθε η ώρα του λογαριασμού και της ανασυγκροτήσεως.
Το δυτικό δανειακό κοινωνικό κράτος δεν έχει πλέον κανένα απολύτως μέλλον, αν δεν αρχίσει εκ νέου να παράγει πλούτο. Το θέμα όμως είναι πού και πώς θα παράγεται ο πλούτος αυτός και με ποια αποταμίευση θα χρηματοδοτούνται νέες παραγωγικές επενδύσεις. Και όσο η εξίσωση αυτή δεν θα βρίσκει άμεση απάντηση, πολλοί οικονομολόγοι ήδη μελετούν πώς είναι δυνατή «μια καλύτερη ζωή χωρίς ανάπτυξη». Διότι, όπως πολύ σωστά επισημαίνουν, η πραγματική ανάπτυξη βρίσκεται στα αποθέματα της παραγωγικότητος. Τα τελευταία, όμως, στην Ευρώπη –με κάποιες εξαιρέσεις– έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο. Από το +2,5% ετησίως την περίοδο 1970-1995, έχουν πέσει κατά μέσον όρον στο 0,4% και σε αρκετές χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως το ποσοστό αυτό είναι αρνητικό.
Τίθενται έτσι τρία μείζονα προβλήματα τα οποία θέλουν απαντήσεις. Το πρώτο είναι αυτό της αγοραστικής δυνάμεως, η οποία μειώνεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. το δεύτερο έγκειται στην απασχόληση, η οποία διαφοροποιείται. Το τρίτο είναι η ισορροπία των δημόσιων λογαριασμών, η οποία θέτει το τεράστιο πρόβλημα του περιορισμού των κρατικών δαπανών.
Οι λύσεις στα παραπάνω προβλήματα δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικές παρά μόνον αν υπακούσουν σε νέα μοντέλα οικονομικής και κοινωνικής διαχειρίσεως. Μία διαχείριση που δεν θα έχει πλέον συσσωρευτικό χαρακτήρα, αλλά διανεμητικό. Για τις ελεύθερες δημοκρατικές κοινωνίες και ιδιαιτέρως για την Ευρώπη, αυτή είναι η τεράστια πρόκληση της εποχής μας. Γι αυτό, στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε σε προσεχή αρθρογραφία μας.
ΓΙΑΤΙ Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ;
Αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, η λιτότητα εγκαθίσταται στην Ευρώπη –γεγονός που δημιουργεί πολλά ερωτήματα.

Ο δανεισμός δεν αποτελούσε παραγόμενο εισόδημα. Ήταν μια απλή και πρόσκαιρη ενίσχυση, που συγκάλυπτε άλλες, πιο αδρές πραγματικότητες. Αυτές της υπερκαταναλώσεως ως μοχλού οικονομικής αναπτύξεως και κοινωνικής ευημερίας. Μπορεί το μοντέλο αυτό να κυριάρχησε για μία τριακονταετία και να επέτρεψε σε μια γενιά να «περάσει καλά», σήμερα όμως ήλθε η ώρα του λογαριασμού και της ανασυγκροτήσεως.




