του Γεώργιου Μέργου*
Ως «τρομακτική» χαρακτηρίζουν την έλλειψη εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα, οι εκπρόσωποι συλλογικών φορέων των εργοδοτών (ΣΕΒ, ΣΕΒΕ, κλπ) με αποτέλεσμα ακόμα και ώριμες επενδύσεις, με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας ή την ψηφιακή μετάβαση, να μη μπορούν να λειτουργήσουν, επειδή οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν το απαιτούμενο προσωπικό. Οι ελλείψεις διαφέρουν ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, αλλά αφορούν όλες τις βαθμίδες εξειδίκευσης και γίνονται μεγαλύτερες όσο πιο απομακρυσμένη είναι μια περιοχή από το κέντρο. Οι ελλείψεις αφορούν κυρίως εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και μάλιστα σε κάποιες περιοχές της ελληνικής περιφέρειας, παρά τους υψηλούς προσφερόμενους μισθούς οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν εργαζόμενους.
Η έρευνα PIAAC του OECD εξετάζει τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού σε 40 χώρες. Είναι κοινή έρευνα του OECD και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρέχει προσωποποιημένη πληροφόρηση αναφορικά με τις επιδόσεις των εργαζομένων σε θέματα όπως (α) ο εγγραμματισμός, (β) η αριθμητική και (γ) η επίλυση προβλημάτων σε ψηφιακό περιβάλλον. Απευθύνεται σε νέους και ενήλικες όλων των ηλικιών, ωστόσο μπορούν να το αξιοποιήσουν εκπαιδευτικά ιδρύματα, οργανισμοί ή ακόμα και κυβερνητικοί φορείς για να αξιολογήσουν τις δεξιότητες μίας συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας (πχ φοιτητές) με στόχο την παροχή κατάλληλης κατάρτισης ή ακόμα και για οποιοδήποτε άλλον ερευνητικό σκοπό. Τα αποτελέσματα της έρευνας για την Ελλάδα δίδονται στο σύνδεσμo https://www.oecd.org/skills/piaac/Skills-Matter-Greece.pdf.
Τα αποτελέσματα για την Ελλάδα είναι μάλλον αποθαρρυντικά. (https://www.dianeosis.org/2016/06/survey-of-adult-skills/). Περίπου ένας στους τέσσερις συμμετέχοντες (26,5%) έχει πολύ χαμηλό επίπεδο σε κατανόηση κειμένου, με μέσο όρο του ΟΟΣΑ μόλις 18,9%, καθώς επίσης μόνο 5% έχει υψηλού επιπέδου δεξιότητες στην κατανόηση κειμένου, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 10,6%. Στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων, μόλις 5,6% των ενηλίκων στην Ελλάδα πέτυχε στο 4ο από τα συνολικά 5 επίπεδα δυσκολίας, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (11,2%). Στο επίπεδο δυσκολίας 3 για τα μαθηματικά μόλις 25,1%, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 31,8%. Σε επίπεδο τεχνολογικών δεξιοτήτων, το 17,4% των ενηλίκων στην Ελλάδα δεν έχει εμπειρία στη χρήση Η/Υ, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν στο 10%. Πηγαίνοντας πιο βαθιά στις τεχνολογικές δεξιότητες, σχεδόν 1 στους 2 Έλληνες (47,9%) κατατάχθηκε στην χαμηλότερο βαθμολογικό επίπεδο (Επίπεδο 1) όσον αφορά την επίλυση προβλημάτων σε περιβάλλον Η/Υ, σχετικά μεγαλύτερος από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που ήταν μόνο 42,9%.
Η πανδημία του COVID λέγεται ότι έβαλε την οικονομία παγκοσμίως στον ψηφιακό επιταχυντή. Μπορεί να υλοποιηθεί ο στόχος του ψηφιακού μετασχηματισμού της Ελληνικής οικονομίας με αυτά τα δεδομένα; Έχει το εργατικό δυναμικό της οικονομίας τις δεξιότητες που απαιτούνται; Πως μπορεί το σύστημα εκπαίδευσης να προετοιμάσει το ανθρώπινο δυναμικό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που δημιουργούνται από το διεθνή καταμερισμό της εργασίας; Ακόμα και παραδοσιακοί κλάδοι, όπως ο πρωτογενής τομέας, ακολουθούν μια μεγάλη τεχνολογική στροφή. Οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη, το IoT, το blockchain και οι υπόλοιπες ψηφιακές τεχνολογίες αξιοποιούνται πλέον από κλάδους επιχειρήσεων που μέχρι πρότινος ήταν αδιανόητες. Απλά, η νέα ψηφιακή πραγματικότητα, δεν αφορά πια μόνο τις σχετικές εταιρείες πληροφορικής, αλλά το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων και ολόκληρη την ελληνική οικονομία.
Στην επόμενη δεκαετία ο ρόλος της τεχνολογίας θα είναι καθοριστικός στο ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας, με την εκπαίδευση ως καταλύτη στη δημιουργία ανθρώπινου κεφαλαίου. Η ανεργία, που αφήνει πίσω της η δεκαετής δημοσιονομική και υγειονομική κρίση, είναι κυρίως διαρθρωτική και συνδέεται με τα προβλήματα στη λειτουργία της αγοράς εργασίας και τις αδυναμίες στην ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου. Στην Ελλάδα το ποσοστό απασχόλησης παραμένει χαμηλό σε σύγκριση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στην εξεύρεση εργαζομένων με επιθυμητές δεξιότητες. Αυτό συνδέεται πιθανότατα με τις γνωστές αδυναμίες της τριτοβάθμιας, αλλά και της δευτεροβάθμιας και της τεχνικής εκπαίδευσης. Για την προσαρμογή και επιβίωση στο ανταγωνιστικό περιβάλλον που δημιουργείται μετά από μια δεκαετή οικονομική κρίση, αλλά και λόγω της πανδημίας και μετά από αυτή, υπάρχει άμεση ανάγκη για αλλαγή στη μεθοδολογία αλλά και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης.
Τι χρειάζεται; Η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει ένα πλαίσιο δράσης για την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου ως μοχλού ενθάρρυνσης της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας, μέσω της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της δια βίου μάθησης. Χώρες που έδωσαν έμφαση στην ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού (πχ Φινλανδία στη δεκαετία του 1990) είδαν πολύ σύντομα εξαιρετικά αποτελέσματα όχι μόνο στην οικονομία αλλά και γενικότερα στην κοινωνία και την ποιότητα ζωής. Οι ελληνικές εξαγωγές παραμένουν σχετικά μειωμένου τεχνολογικού περιεχομένου και χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να υστερεί ως προς τη συμμετοχή της στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Αυτό συναρτάται σε μεγάλο βαθμό με την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου, τις επενδύσεις σε Έρευνα & Ανάπτυξη (R&D), αλλά και τις άμεσες ξένες επενδύσεις που θα συνέβαλλαν καθοριστικά στον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού εξοπλισμού και στη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Σήμερα, μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας πηγάζει και εξαρτάται άμεσα από τον τεχνολογικό-ψηφιακό μετασχηματισμό. Για παράδειγμα, έννοιες άγνωστες μέχρι πρόσφατα έχουν όχι μόνο καθιερωθεί, αλλά τείνουν να κυριαρχήσουν στο δημόσιο διάλογο για την ανάπτυξη, κι αποτελούν μορφές οικονομικής δραστηριότητας, στους οποίους το ανθρώπινο κεφάλαιο και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν έχουν απλώς καθοριστικό, αλλά κεντρικό ρόλο.
Η έμφαση της αναπτυξιακής στρατηγικής στο ανθρώπινο κεφάλαιο και την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες αποτελεί μονόδρομο για την ελληνική οικονομία. Ο κίνδυνος εγκλωβισμού της οικονομίας μας σε χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου δραστηριότητες είναι ορατός, γιατί αφενός δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε τις χαμηλού κόστους εργασίας αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας και τη γειτονική Τουρκία, αλλά και αφετέρου γιατί η οικονομία μας χαρακτηρίζεται από συρρικνωμένη τεχνολογικά παραγωγή σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, παρά τις λίγες λαμπρές εξαιρέσεις εξαιρετικά καινοτόμων επιχειρήσεων που δεν αλλάζουν την μεγάλη εικόνα. Μόνο η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου με έμφαση στο ανθρώπινο κεφάλαιο και την ενίσχυση της καινοτομίας μπορούν να διασφαλίσουν την αναβαθμισμένη συμμετοχή μας στις διεθνείς αλυσίδες αξίας. Σε μία τέτοια προσπάθεια, κανένα ταλέντο δεν πρέπει να χάνεται λόγω ανεπαρκούς εκπαίδευσης, τα δε εμπόδια πρέπει να περιοριστούν, ώστε το ανθρώπινο κεφάλαιο να αναπτύσσεται έγκαιρα και να αξιοποιείται αποτελεσματικά. Ο ρόλος της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων στην προσπάθεια αυτή είναι κεντρικής σημασίας.
*Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ, πρώην Γενικός Γραμματέας υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
**πρώτη δημοσίευση: Insider.gr