του Γ. Μέργου*
Η πρόσφατη δημοσιοποίηση της απάτης με τις επιδοτήσεις ψεύτικων βοσκοτόπων επικεντρώνεται στον αγροτικό τομέα και παραβλέπει το γεγονός ότι η απάτη είναι ένα γενικότερο πρόβλημα της χρήσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων και η Ελλάδα υπήρξε συχνά κατηγορούμενη της OLAF για κατάχρηση κονδυλίων σε διάφορους τομείς.
Το πρόβλημα των ψεύτικων βοσκοτόπων ήταν γνωστό και αντικείμενο συζήτησης σε όλη τη ελληνική ύπαιθρο κάνοντας πολλούς να αισθάνονται ηλίθιοι που ήταν σωστοί.
Το αξιοπερίεργο είναι πως το πρόβλημα παρέμενε εκτός ελέγχουν για πολλά χρόνια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τo πρόβλημα της απάτης είναι γενικότερο, δεν αφορά μόνο τις αγροτικές επιδοτήσεις, αλλά είναι συστημικό και αντιμετωπίζεται πολύ δύσκολα.
Όταν το κράτος μοιράζει λεφτά, η ικανότητα του ιδιωτικού τομέα βρίσκει πάντα κενά για να επωφεληθεί, ιδιαίτερα όταν υπάρχει κοινωνική και πολιτική ανοχή στην απάτη. Είναι άλλωστε γνωστή η έκφραση: «Έλα, μωρέ, μήπως τα παίρνει από σένα; από το κράτος τα παίρνει».
Η απάτη στις αγροτικές επιδοτήσεις διαιωνίζεται γιατί διαχρονικά παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες και την κοινωνική και πολιτική ανοχή. Η απάτη δεν περιορίζεται στον αγροτικό τομέα, αλλά διατρέχει και άλλους οικονομικούς τομείς όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν.
Για παράδειγμα, πώς μπορούμε να ξεχάσουμε τις αναπηρικές συντάξεις και τη φαρμακευτική δαπάνη στο ασφαλιστικό σύστημα; Συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά με διαφοροποίηση στην ένταση λόγω διαφοροποίησης των συστημάτων ελέγχου και της κοινωνικής και πολιτικής αποδοχής.
Στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1980, η απάτη στον αγροτικό τομέα είναι ουσιαστικά σύμφυτη με τις αγροτικές επιδοτήσεις. Πριν το 1980 υπήρχαν μέτρα στήριξης στην αγροτική πολιτική, αλλά δεν ήταν εισοδηματικά, συνδέονταν κυρίως με επενδύσεις και τεχνολογικό εξοπλισμό. Με την εφαρμογή της ΚΑΠ, η ελληνική αγροτική πολιτική υιοθέτησε μέτρα στο πλαίσιο της ΚΑΠ, τα οποία επελέγησαν από τις τότε κυβερνήσεις με στόχο κυρίως την «μεγιστοποίηση της απορρόφησης κοινοτικών πόρων».
Αυτό είχε ως συνέπεια την επέκταση κλάδων που απολάμβαναν εισοδηματικές κοινοτικές ενισχύσεις (π.χ. βαμβάκι) και τη συρρίκνωση άλλων κλάδων που ήταν εκτεθειμένα στις αρνητικές επιπτώσεις άλλων μέτρων (π.χ. η παραγωγή γαλακτοκομικών και κρέατος από τα αρνητικά Νομισματικά Εξισωτικά Ποσά).
Γενικά, η ΚΑΠ αποτελεί ένα από τα πλέον σύνθετα, πολύπλοκα και αναποτελεσματικά συστήματα στήριξης του αγροτικού τομέα παγκοσμίως και ουσιαστικά αποτελεί μηχανισμό μεταβίβασης εισοδήματος, έχοντας αποτύχει στον κύριο στόχο της, τουλάχιστον στην Ελλάδα, που είναι η υποστήριξη της γεωργικής παραγωγής και η προώθηση της αγροτικής ανάπτυξης.
Η ΚΑΠ ήταν από τις πρώτες πολιτικές της τότε ΕΟΚ και ιδρύθηκε για την επισιτιστική ασφάλεια της Ευρώπης που ήταν εισαγωγική σε τρόφιμα. Ταυτόχρονα ήταν ένας τομέας που ήταν σχετικά εύκολη η συνεργασία μεταξύ των αρχικών μελών, κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας. Διαχρονικά εξελίχθηκε στον τομέα με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στον κοινοτικό προϋπολογισμό χωρίς αυτό να αντανακλά σε πραγματική αύξηση της κοινωνικής ευημερίας στην Ευρώπη.
Αρχικά, η εστίαση ήταν στους μηχανισμούς στήριξης των τιμών και στις ποσοστώσεις παραγωγής, οι οποίες οδήγησαν σε σημαντικές στρεβλώσεις της αγοράς και υπερπαραγωγή ορισμένων προϊόντων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μετά το 2000 να μετακινηθεί η έμφαση της ΚΑΠ σε εισοδηματικές ενισχύσεις με έμφαση στη βιωσιμότητα και την προστασία του περιβάλλοντος.
Στην Ελλάδα από τα αρχικά στάδια εφαρμογής της ΚΑΠ ή έμφαση ήταν κυρίως σε εισοδηματικές ενισχύσεις. Οι απάτες της περιόδου αυτής συνδέθηκαν κυρίως με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς.
Η απόφαση των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980 να χρησιμοποιήσουν τους αγροτικούς συνεταιρισμούς ως όργανο άσκησης αγροτικής πολιτικής, με κατάργηση της εποπτείας από την Αγροτική Τράπεζα, η πολιτική πατρωνεία και η υπερστελέχωση οδήγησαν σε πελατειακές σχέσεις, αναποτελεσματική διαχείριση, διαφθορά, υπερχρέωση και πτώχευση πολλών συνεταιρισμών.