του Aθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Σίγουρα, η περίπτωση της Λιβύης, είναι ένα από τα λάθη της εξωτερικής πολιτικής που οι δυτικές κυβερνήσεις προτιμούν να ξεχνούν μαζί με το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Τα λάθη όμως παραμένουν και υπενθυμίζουν ότι υπάρχουν.
Αυτό συμβαίνει σήμερα και με το συναγερμό που έχει σημάνει στην Ευρώπη με την πιθανή εγκατάσταση πυραύλων στη Λιβύη, μόλις μερικές εκατοντάδες μίλια από τις νοτιοευρωπαϊκές ακτές. Σαφώς δε στην περίπτωση αυτή, η Λιβύη θα γίνει ένα νέο μέτωπο του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στον πόλεμο του εναντίον της Δύσης. Όσο για την προοπτική αυτή κάθε άλλο παρά καινούργια είναι.
Η ρωσική παρουσία στην Λιβύη και γενικότερα στη Βόρεια Αφρική έχει παρελθόν και εξυπηρετεί γενικότερους στόχους, που και αυτοί εντάσσονται στον πόλεμο των ολοκληρωτισμών κατά της δημοκρατίας και των κρατών δικαίου.
Όπως επισημαίνει ο Ταρίκ Μεγκερίνι, ανώτατος ερευνητής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, «......απο το 2020 η Ρωσία έχει συστηματικά δημιουργήσει ένα δίκτυο στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη τη Λιβύη, σε αυτό που αναμφισβήτητα είναι η πιο αποτελεσματική
επιχείρηση εξωτερικής επιρροής του Πούτιν μέχρι σήμερα. Μετατρέποντας τη Λιβύη σε προωθημένη επιχειρησιακή βάση, η Ρωσία έχει αποκτήσει μια στρατηγική πλατφόρμα για να επεκτείνει την επιρροή της στην Αφρική, να σφυρηλατήσει νέες διπλωματικές συμμαχίες και να ελέγξει μια υπερλεώφορο λαθρεμπορίου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο εναντίον της Ευρώπης.
Οι αναλυτές των υπηρεσιών πληροφοριών έχουν εντοπίσει το δίκτυο των ρωσικών αεροπορικών βάσεων στη Λιβύη ως κεντρικό πυλώνα της αφρικανικής εκστρατείας του Κρεμλίνου. Πιο συγκεκριμένα, αυτές οι βάσεις έχουν υποστηρίξει τις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης του Σουδάν στον βάναυσο πόλεμό τους εναντίον των Σουδανικών Ενόπλων Δυνάμεων και έχουν βοηθήσει στη διατήρηση της μακροχρόνιας, αλλά ελάχιστα αναφερόμενης, τρομοκρατικής κυριαρχίας της Ρωσίας στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Η αυξημένη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στη Λιβύη της επέτρεψε επίσης να ενισχύσει την επιρροή της στη λεγόμενη «ζώνη πραξικοπήματος» του Σαχέλ, δηλαδή του Νίγηρα, του Μάλι και της Μπουρκίνα Φάσο - ένα τρίο ασταθών αυταρχικών καθεστώτων που έχουν αποσυρθεί από την ευθυγραμμισμένη με τη Δύση Οικονομική Κοινότητα των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (ECOWAS) για να σχηματίσουν τη Συμμαχία των Κρατών του Σαχέλ.
Η είσοδος της Ρωσίας στο Σαχέλ, έχει προκαλέσει την αποβολή μιας νωθρής Ευρώπης από την περιοχή, η οποία είναι ήδη διεθνές εγκληματικό κέντρο προώθησης ναρκωτικών και τρομοκρατίας. Από το Σαχέλ επίσης υποδαυλίζονται αντιδυτικά αισθήματα και εκστρατείες παραπληροφόρησης, την ώρα που προωθούνται και «μεταναστευτικά ρεύματα» προς την Ευρώπη.
Περιττόν να τονιστεί ότι αρκετοί από τους δήθεν «δυστυχισμένους μετανάστες» είναι δυνητικοί λαθρέμποροι ναρκωτικών και δολοφόνοι για λογαριασμό μαφιών που έρχονται στην Ε.Ε. για συγκεκριμένους λόγους. Αυτά έχουν αποκαλύψει εκθέσεις της ιταλικής αστυνομίας και της Ιντερπόλ.
Κατά τα λοιπά, στη Λιβύη και την Αφρική γενικότερα, εκτός από τις επίσημες συνεργασίες της, η Ρωσία, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, έχει ισχυρές «υπόγειες διασυνδέσεις» και συμβάλλει αποφασιστικά στη «μαφιοποίηση» της ηπείρου γιατί έτσι εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντα των «σιλοβίκι» και του αφεντικού τους Βλαντιμίρ Πούτιν.
Στην Αφρική, η λεηλασία κρατικών πόρων που υποστηρίζεται από τη Ρωσία και τα δίκτυα λαθρεμπορίου που ευδοκιμούν πίσω από ένα λεπτό πέπλο κρατικού ελέγχου ωφελούν σε μεγάλο βαθμό τις κυβερνώσες ελίτ. Η οικογένεια Χαφτάρ - οι κύριοι πληρεξούσιοι της Ρωσίας στη Λιβύη - αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους αφρικανούς συμμάχους της Ρωσίας, οι Χαφτάρ προεδρεύουν ενός de facto φέουδου, αντί ενός αναγνωρισμένου κράτους.
Πράγματι, ο διοικητής του Εθνικού Στρατού της Λιβύης και αυτοανακηρυγμένος «στρατάρχης» Χαλίφα Χαφτάρ είναι ένας πολέμαρχος χωρίς επίσημη ή νομική εξουσία, ωστόσο ασκεί βάναυσο έλεγχο στην ανατολική και νότια Λιβύη με την υποστήριξη της Ρωσίας. Τα τελευταία χρόνια, η οικογένεια έχει διασφαλίσει ότι οι ρωσικές βάσεις είναι εξίσου αποτελεσματικές στην εξαγωγή πλούτου όσο και στην εισαγωγή στρατιωτικών περιουσιακών στοιχείων.
Η Ρωσία χρησιμοποίησε τους Χαφτάρ για να κατακερματίσει τη βιομηχανία πετρελαίου της Λιβύης. Το 2022, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το Κρεμλίνο ενορχήστρωσε έναν αποκλεισμό πετρελαίου για
να αυξήσει τις παγκόσμιες τιμές. Αργότερα, ο πετρελαϊκός τομέας της Λιβύης λειτούργησε ως αγωγός για τις ρωσικές εξαγωγές καυσίμων, βοηθώντας στην λαθραία εισαγωγή πετρελαϊκών προϊόντων της Ρωσίας που υπόκεινται σε κυρώσεις στην Ευρώπη (κοστίζοντας στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τεράστια ποσά σε απώλεια φορολογικών εσόδων).
Αλλά η Ρωσία δεν χρησιμοποιεί τη Λιβύη μόνο για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο της στην Ουκρανία και να υπονομεύσει την αντίδραση της Ευρώπης. Μέσω της συμμαχίας της με την οικογένεια Χαφτάρ, η Ρωσία έχει δημιουργήσει μια τεράστια υποδομή την οποία ενοικιάζει σε εμπόρους ναρκωτικών και όπλων, διακινητές ανθρώπων και λαθρέμπορους.
Αυτό το δίκτυο έχει επίσης επιτρέψει στη Ρωσία να χρησιμοποιήσει τη μετανάστευση ως όπλο εναντίον της Ευρώπης, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη νομιμότητα των Χαφτάρ και σπέρνοντας πολιτική διχόνοια σε όλη την ήπειρο.
Από πολλές απόψεις, η Λιβύη και η συμμαχία Χαφτάρ αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της νέας στρατηγικής εξωτερικής πολιτικής του Πούτιν. Γνωστή ως «δόγμα Καραγκάνοφ» από τον Ρώσο πολιτικό επιστήμονα Σεργκέι Καραγκάνοφ, αυτή η στρατηγική απεικονίζει τη Ρωσία ως έναν αντιαποικιακό απελευθερωτή που σκοπεύει να εκδημοκρατίσει την παγκόσμια τάξη συσπειρώνοντας μη δυτικές χώρες εναντίον της Δύσης. Η ειρωνεία, φυσικά, είναι ότι το αντιαποικιακό σχέδιο της Ρωσίας βασίζεται σε εγκλήματα πολέμου, πραξικοπήματα και στην εξόρυξη αφρικανικού πλούτου προς όφελος των ρωσικών ελίτ.
Περιττό να τονιστεί ότι στις εξελίξεις αυτές ενεργός είναι και ο ρόλος της Τουρκίας, οι μαφίες της οποίας συμπληρώνουν το ρόλο των «απελευθερωτών» της Αφρικής.