του Στηβ Μπακάλης*
Ο 19ος αιώνας μας έδωσε μια απάντηση μέσω του Γάλλου οικονομολόγου και φιλοσόφου Frédéric Bastiat, που υπενθυμίζει ότι το κράτος ζει εις βάρος όλων μας — και κάθε ψευδαίσθηση «δωρεάν» έχει κόστος.
Η παρατήρηση του Bastiat για την ψευδαίσθηση του «δωρεάν» και την ευθύνη των πολιτών παραμένει επίκαιρη, όπως δείχνουν άλλωστε και οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, όπου η δημόσια συζήτηση για φόρους, κοινωνικές παροχές και δημοσιονομική πειθαρχία αναζωπυρώνει τα ερωτήματα που έθεσε πριν δύο αιώνες.
«Όλοι θέλουν να ζουν εις βάρος του κράτους. Ξεχνούν όμως ότι το κράτος ζει εις βάρος όλων.» Η φράση αυτή του Bastiat μοιάζει γραμμένη για τη σημερινή πραγματικότητα: από τις προεκλογικές υποσχέσεις έως τις δημοσιονομικές κρίσεις, η ίδια ψευδαίσθηση κυριαρχεί. Κάθε εκλογική περίοδος συνοδεύεται από υποσχέσεις για δωρεάν παιδεία, υγεία και επιδόματα.
Κανείς δεν αμφισβητεί τη σημασία τους, όμως συχνά αγνοείται το κόστος τους. Το κράτος δεν δημιουργεί πλούτο,· αναδιανέμει ό,τι υπάρχει ήδη, και δημιουργεί τις προϋποθέσεις με ορθολογικές πολιτικές για κοινωνικο οικονομική ευημερία .
Όταν στην πορεία υπάρχει κακή διαχείριση και η σχέση φόρων-παροχών γίνεται ασαφής, η κοινωνία πιστεύει ότι υπάρχει «μαγικό χρήμα» — ότι κάποιος άλλος πληρώνει. Οι οικονομολόγοι το ονομάζουν αυτό δημοσιονομική ψευδαίσθηση: η υποτίμηση του πραγματικού κόστους των δημόσιων δαπανών.
Ο σύγχρονος λαϊκισμός υπόσχεται περισσότερα σε όλους, χωρίς να αναφέρεται ποιος θα πληρώσει. Η περίπτωση της Ελλάδας πριν το 2010 είναι χαρακτηριστική: δεκαετίες υψηλών δαπανών και πελατειακής πολιτικής οδήγησαν σε κρίση χρέους, διάβρωση εμπιστοσύνης και κοινωνική απογοήτευση. Όπως σημείωνε ο Bastiat: «Ο ασφαλέστερος τρόπος για να κάνουμε τους νόμους σεβαστούς είναι να τους κάνουμε αξιοσέβαστους.»
Στην ελληνική πραγματικότητα, η εφαρμογή αυτού του αξιώματος θα απαιτούσε διαφανή και συνεπή δημοσιονομική πολιτική, αμοιβαία εμπιστοσύνη κράτους και πολιτών, και ουσιαστική σύνδεση των υποχρεώσεων με τα δικαιώματα.
Η πρόσφατη (εν εξελίξει) επίσκεψη του Υφυπουργού Εξωτερικων Γιάννη Λοβέρδου στην Αυστραλία ανέδειξε με έντονο τρόπο και την ανούσια σχέση ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και την ελληνική διασπορά. Στον πρώτο πυλώνα της αυστραλιανής ελληνικής διασποράς —που περιλαμβάνει τις επίσημες οργανώσεις και τις εκκλησιαστικές ιεραρχίες, οι οποίες συχνά δεν είναι αντιπροσωπευτικές της ευρύτερης κοινότητας— ήταν εμφανής μια ιδιαίτερα έντονη αίσθηση ανοχής και έλλειψης κριτικής για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, σε συνάρτηση με τη θερμή υποδοχή και τα εγκάρδια λόγια.
Το γεγονός αυτό δείχνει πώς οι επίσημοι φορείς της διασποράς μπορούν να συντηρούν μια ευγενική ανοχή απέναντι σε επισκέψεις εκπροσώπων του κράτους, χωρίς να αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις και την ενεργό συμμετοχή της ελληνικής κοινότητας στην Αυστραλία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τοποθέτηση του κ. Λοβέρδου ήταν αξιοσημείωτη όταν απευθυνόμενος στον Νέο Κόσμο και τονίζοντας ότι «η ψήφος είναι δύναμη», υπογράμμισε ότι η ενεργός συμμετοχή των αποδήμων τους καθιστά «πιο σημαντικούς για το ελληνικό κράτος» και τους εντάσσει άμεσα στη ζωή της Ελλάδας.
Τα λόγια του, ενώ προσκαλούν τη συμμετοχή, αγνοούν το ΄μεγεθος της εκλογικής αποχής και αδιαφορίας στην Ελλάδα, και την αδυναμία του πρώτου πυλώνα της διασποράς να αντιπροσωπεύσει με κριτική διάθεση την ευρύτερης κοινότητα, κάτι που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση μιας εύρωστης ελληνικής δημοκρατίας .
Εν κατακλείδι, η παρατήρηση του Bastiat δεν είναι αντικρατική. Είναι προειδοποίηση: όταν οι πολίτες παύουν να συνδέουν δικαιώματα με υποχρεώσεις, το κράτος γίνεται μηχανισμός συλλογικής αυταπάτης.
Η ελευθερία δεν είναι μόνο απελευθέρωση από το κράτος, αλλά και συνειδητοποίηση της συνευθύνης μας μέσα σε αυτό. Όσο ζητούμε από το κράτος να «δώσει» χωρίς να αναρωτιόμαστε ποιος πληρώνει, θα επιβεβαιώνουμε ξανά την προειδοποίηση του Bastiat: το κράτος ζει χάρη στην εθελούσια λήθη των πολιτών του — και η αξιοπιστία των νόμων παραμένει η μόνη ασπίδα για μια σταθερή κοινωνία.
Επί τούτου, είναι οξύμωρο ότι ενώ οι Έλληνες ομογενείς στην Αυστραλία ασκούν συχνά αυστηρή κριτική και δείχνουν χαμηλή ανοχή απέναντι στην πολιτική και τους θεσμούς της χώρας διαμονής τους, η ίδια κοινότητα επιδεικνύει υψηλή ανοχή και περιορισμένη κριτική απέναντι στις πολιτικές σχέσεις και πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους.
*Οικονομολόγος με ενδιαφέρον για θέματα πολιτικής οικονομίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και δημόσιας διοίκησης, έχοντας συνεργαστεί με το La Trobe University, το University of Melbourne, το Victoria University και πανεπιστήμια στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και του Αραβικού Κόλπου.