του Aθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Με πρόεδρο τον Ντόναλντ Τράμπ στην Αμερική, σε παγκόσμιο επίπεδο, κρίνεται το μέλλον της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, όπως αυτή αναπτύχθηκε και ορθοπόδησε με θεαματικά αποτελέσματα τόσο στη μεταπολεμική Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο.
Και αυτό συνέβη γιατί στην αιμόφυρτη από τον πόλεμο κατά του εθνικοσοσιαλισμού Ευρώπη, σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες, με πολιτική υπεροχή των δεύτερων, αποφάσισαν να συμβιώσουν εν ειρήνη.
Και την απόφασή τους αυτή θέλησε να χρηματοδοτήσει γενναιόδωρα ένας δημοκρατικός Αμερικανικός πρόεδρος, ο Χάρι Τρούμαν, ο οποίος τη δεκαετία, του 1950, με φόβο έβλεπε τη χώρα του να έχει χάσει πάνω από 300.000 νέους της, που είχαν έλθει να πολεμήσουν στη γηραιά ήπειρο σε διάστημα 40 ετών σε δύο παγκοσμίους πολέμους, Πόλεμοι εξάλλου, που είχαν προκαλέσει οι αυτοκρατορίες και οι εθνικοσοσιαλιστές της Ευρώπης.
Οδυνηρό αποτέλεσμα επίσης της κατάληξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν και η κατάκτηση μέρους της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης που ένα απατηλό και βίαιο ολοκληρωτικό καθεστώς, το οποίο στην ουσία είχε βοηθήσει στην έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συμμαχώντας για ένα διάστημα με τις δυνάμεις του γερμανικού εθνικό-σοσιαλισμού. Υπό αυτή την έννοια, ο Σοβιετικός άρχων της ΕΣΣΔ Ιωσήφ Στάλιν και το βίαιο καθεστώς του, ήσαν οι μεγάλοι κερδισμένοι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας θυσιάσει για τον σκοπό αυτόν περί τα 20 εκατομμύρια ανθρώπους.
Την ίδια περίοδο, η Αμερική, με τη νίκη της κατά του ιαπωνικού αυτοκρατορικού δεσποτισμού, άνοιγε διάπλατα τις πόρτες στον κινέζικο κομμουνισμό, με τον ηγέτη του τελευταίου, τον Μάο Τσε Τούνγκ, να ανταγωνίζεται σε βιαιότητα τον ομοϊδεάτη του Ιωσήφ Στάλιν.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω εξελίξεων οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές φιλελεύθερες δυνάμεις έβγαιναν σχετικά νικήτριες από έναν Θερμό Πόλεμο, για να μπουν ευθύς αμέσως στη δίνη ενός Ψυχρού Πολέμου, που έμελλε να κρατήσει 45 χρόνια περίπου, όχι χωρίς τοπικές συγκρούσεις (Κορέα) και με σημαντικό γεγονός, την κατάρρευση του ευρωπαϊκού αποικιακού συστήματος.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, 1945-1990, η δυτική δημοκρατία και τα κράτη δικαίου που ευδοκίμησαν στους κόλπους της, γνώρισαν μια χωρίς προηγούμενο οικονομική και κοινωνική άνοδο, η οποία οδήγησε στην ανάπτυξη των σημερινών θεσμών κοινωνικής προστασίας, αλλά και στην κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, με τη συνακόλουθη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992.
Από τη χρονιά αυτή και μετά, ο κόσμος μπαίνει σε μια νέα ιστορική φάση, που είναι αυτή της «αρχής μιας νέας ιστορίας και όχι του τέλους της». Με κύριο φαινόμενο τη μεγάλη στροφή της Κίνας προς την ενσωμάτωση της στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, η παγκόσμια οικονομία από το 1992 έως το 2008, γνωρίζει μια πρωτοφανή για την οικονομική ιστορία άνοδο της ευημερίας.
Δεν ήταν λίγοι έτσι, αυτοί που στα μέσα της δεκαετίας του 1990, υπό τον πρόεδρο Κλίντον στις Η.Π.Α., θεώρησαν ότι βρισκόμασταν στην αρχή της χρυσής εποχής της παγκοσμιοποίησης. Πίστευαν ακραδάντως έτσι, ότι η ελεύθερη κυκλοφορία του χρήματος, των αγαθών και των ανθρώπων, θα συνέχιζε να μεγαλώνει,, αυξάνοντας τον πλούτο και τη διανομή του σε όλους. Ακόμη περισσότερες χώρες θα άφηναν πίσω τους τη φτώχεια και την υπανάπτυξη. Οι πολίτες τους θα εξασφάλιζαν μια άνετη ζωή, μειώνοντας την απόσταση μεταξύ του πλούσιου 1% και των υπολοίπων. Με τη νεοαποκτηθείσα ισχύ της, η αναδυόμενη παγκόσμια μεσαία τάξη, πολλοί πίστευαν ότι θα ασκούσε πίεση σε αυταρχικά καθεστώτα για περισσότερη δημοκρατία. Ο αυξα¬νόμενος πλούτος θα έφερνε πολιτικές ελευθερίες και άρα θα γεννούσε με τη σειρά του μεγαλύτερη ευημερία.
Και έπειτα ήρθε το 2008 και η περίοδος μετά την κρίση, οπό¬τε, η προσδοκία μιας χρυσής εποχής έδωσε τη θέση της στη νέα πραγματικότητα. Η συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση άρχισε να καταλαμβάνεται από μουρμουρητά για «απο-παγκοσμιοποίηση».
Η «κρίση της ευημερίας» στη Δύση, ήταν μια έξοχη ευκαιρία για τη Διεθνή του αυταρχισμού και της Βίας (Ιράν, Κίνα, Ρωσία) να περάσει στην αντεπίθεση, πρώτον δια πολέμων μέσω αντιπροσώπων και δεύτερον με εσωτερική πολιτική και ιδεολογική υπονόμευση των κρατών δικαίου.
Έτσι, τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει γίνει ξεκάθαρο ότι ένας άτυπος πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη και έχει στόχο του τη Δύση και τα μαλακά της υπογάστρια, στην Ευρώπη και γύρω από αυτήν (Ουκρανία, Μ. Ανατολή, Β. Αφρική, Ενέργεια.)
Όπως γράφει ο Donald Murray στο βιβλίο του «Ο πόλεμος ενάντια στη Δύση» (Liberal Books) «....αυτός δεν είναι όπως προηγούμενοι πόλεμοι, όπου συγκρούο¬νται στρατοί και ανακηρύσσονται νικητές. Είναι ένας πολιτισμικός πόλεμος και διεξάγεται κατά τρόπο ανελέητο ενάντια σε όλες τις καταβολές της δυτικής παράδοσης και σε ό,τι καλό αυ¬τή η παράδοση έχει δημιουργήσει.
Αρχικά, αυτό ήταν δύσκολο να το διακρίνει κανείς. Πολλοί από εμάς αισθανθήκαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αναρωτη¬θήκαμε για ποιον λόγο μονόπλευρα επιχειρήματα συνέχιζαν να διατυπώνονται και γιατί άδικοι ισχυρισμοί εξακολουθούσαν να προβάλλονται. Ωστόσο, δεν συνειδητοποιήσαμε την πλήρη κλί¬μακα αυτού που επιχειρούνταν. Ειδικά λόγω του ότι ακόμη και η γλώσσα των ιδεών είχε αλλοιωθεί. Οι λέξεις δεν σήμαιναν πλέον ό,τι δήλωναν μέχρι πρόσφατα.
Οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν για «ισότητα», αλλά δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται για ίσα δικαιώματα. Μιλούσαν για «αντιρατσισμό», αλλά ακούγονταν βαθιά ρατσιστές. Μιλούσαν για «δικαιοσύνη», αλλά φαινόταν να εννοούν «εκδίκηση».
Μόλις πρόσφατα, οι καρποί αυτού του κινήματος αναδείχθηκαν κατά τρόπο ξεκάθαρο και η κλίμακά τους έχει καταστεί σαφής. Μια επίθεση βρίσκεται, σε εξέλιξη ενάντια σε ό,τι έχει να κάνει με τον δυτικό κόσμο - το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του. Μέρος αυτής της διαδικασίας είναι ο εγκλωβισμός μας σε έναν κύκλο ατέρμονης τιμωρίας. Χωρίς σοβαρή προσπάθεια (ούτε καν ενδιαφέρον) για ανακούφιση από αυτήν....».
Δυστυχώς δε, στον πόλεμο αυτόν, αρνητικός είναι ο ρόλος αυτών των φιλελεύθερων που επικαλούμενοι λαμπρά ονόματα στοχαστών, όπως οι Μίζες, Χάγιεκ, Νόζικ, Σμιθ και Μίλς, καλούν νέους ανθρώπους να προσκυνούν τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τους απανταχού λαϊκιστές.






