του Γιάννη Ρούντου*
Η αμοιβαιότητα σεβασμού - εκτίμησης - θαυμασμού του ενός προς τον άλλον, υπερέβαινε τις μεγάλες διαφορές ιδιοσυγκρασίας, αντιλήψεων, στάσης και δράσης απέναντι σε καταστάσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Αυτός ήταν ο λόγος που ένωναν τις δυνάμεις τους με τον λόγο και τη μουσική τέχνη τους και συνομιλούσαν τακτικά και ουσιαστικά, ιδιωτικά και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ο Μίκης, άλλωστε, είχε πλέξει κατ’ επανάληψη το εγκώμιο του Μάνου σε άρθρα του με αναφορά στην πολλά σημαίνουσα σχέση και φιλία τους, που χρονολογείται από την άνοιξη του 1945 (εκδόσεις “Μικρός Ιανός” - 2004: άρθρα Μ. Θ. σε “Καθημερινή” - 1999 και “Το ΒΗΜΑ” - 2003), ενώ είχε πρωτογράψει γι’ αυτόν το 1952 στην εφημερίδα “Κήρυξ” των Χανίων (από το βιβλίο του Μίκη “Για την Ελληνική Μουσική”, εκδόσεις Καστανιώτη - 1986).
Ευγνωμονούσε πάντα τον Μ. Χ. γιατί του στάθηκε στα πολλά χρόνια της παρανομίας του και μουσικά τον χαρακτήριζε “συμφωνιστή” με όραμα, από το 1946 ακόμη: “Μονάχα στην τελευταία περίοδο της ζωής του, με την ίδρυση της Ορχήστρας των Χρωμάτων θα μπορέσει να αφεθεί ολοκληρωτικά στο μεγάλο του πάθος διευθύνοντας συμφωνικά έργα”, έλεγε γι’ αυτόν (πηγή: ΟΔΗΓΟΣ Μίκη Θεοδωράκη - “Μάνου Χατζηδάκι εγκώμιον” - 15/6/2004).
Αλλά και ο Μάνος είχε πει, μεταξύ άλλων, για τον Μίκη σε ραδιοφωνική εκπομπή του στο τρίτο πρόγραμμα της ΕΡΤ (περίοδος 1978-79): “Ο Θεοδωράκης είναι βαθιά και πλατιά μουσικός και λειτουργεί παράλληλα σε άλλες, λιγότερο γνωστές στιγμές, με ακρίβεια και με συνείδηση των πηγών του και των στόχων του, με ευαισθησία και με τεχνική απαράμιλλη. Αυτές είναι οι στιγμές που τον τοποθετούν στο μέλλον, σίγουρα και παντοτινά” (πηγή: “Το ΒΗΜΑ” - 3/9/2021, ηχητικό ντοκουμέντο).





