Το σημερινό ποσοστό επιτυχόντων στις πανελλήνιες εξετάσεις, που δεν συναντάται πουθενά αλλού στον πλανήτη, δεν υπήρχε πάντα στη χώρα μας, αφού σε παλαιότερες δεκαετίες ο πήχης για να εισαχθεί κάποιος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν κατά πολύ ψηλότερος και ο αριθμός επιτυχόντων μικρότερος. Το 1980 το ποσοστό ήταν στο 29,6 % των υποψηφίων, το 1992 στο 30,2 % και για πρώτη φορά ξεπέρασε το 40% το 1999, με 42,86 %. Και σίγουρα δεν περνούσε κάποιος με βαθμολογία γραπτού 3,5 ή ακόμα και με «λευκή κόλλα».
Με το 80% των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να εισέρχεται στην τριτοβάθμια, παραμένει άγνωστο πώς θα αφομοιώνονται κάθε χρόνο περίπου 80.000 νέοι από την αγορά εργασίας, μάλιστα με την ύφεση για το αμέσως προσεχές διάστημα να καραδοκεί. Με την τάση για πιο «κλειστά σύνορα» πλέον να εδραιώνεται λόγω πανδημίας, σημαίνει ότι πολλοί απόφοιτοι ίσως τα επόμενα χρόνια να μην έχουν τη διέξοδο να βρουν εργασία στο εξωτερικό- τουλάχιστον όχι στον βαθμό της προηγούμενης κρίσης.
Με τις πόρτες να «ανοίγουν» όλο και πιο εύκολα για τα ΑΕΙ, ήταν λογικό οι μαθητές να γυρίσουν γρήγορα τις πλάτες στα «υποτιμημένα» ΤΕΙ, που εν τέλει αποδομήθηκαν ολοκληρωτικά από τον Κ. Γαβρόγλου επί ΣΥΡΙΖΑ: Το 1999 στα ΑΕΙ πέρασαν 34.420 μαθητές μέσω των πανελληνίων εξετάσεων και στα ΤΕΙ 34.010. Το 2011 άρχισε μια αντίστροφη τάση: Οι επιτυχόντες στα ΑΕΙ το 2013 εκτινάχθηκαν σε 46.494, όταν τα ΤΕΙ επέλεξαν μόλις 22.794. Και το 2018 οι επιτυχόντες στα έφτασαν πια τους 51.296 με τα «ασθμαίνοντα» ΤΕΙ να μετρούν πλέον 23.396 επιτυχόντες.
Μεταρρυθμίσεις
Όλες αυτές οι παθογένειες κάνουν αναγκαίες τις ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις για εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό της εκπαίδευσης, αφού στην Ελλάδα τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες η ηθική ικανοποίηση για μια επιτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις έγινε ο βραχυπρόθεσμος αυτοσκοπός σε κυβερνήσεις, εκπαιδευτικό σύστημα, γονείς και μαθητές.
Ο ισοπεδωμένος τρόπος «μαζικών εισαγωγών στα πανεπιστήμια» όχι μόνο αδικεί όσους μαθητές πραγματικά έχουν μοχθήσει επενδύοντας στο μέλλον τους, αλλά και οδηγεί στην απαξίωση ενός ολόκληρου εκπαιδευτικού συστήματος, συμπαρασύροντας γενιές ανθρώπων μαζί με τα όνειρά τους. Το εκπαιδευτικό σύστημα, άλλωστε, θα έπρεπε να γεννά αξίες και προοπτικές για καλύτερες κοινωνίες, όχι μόνο «κορεσμένα» πτυχία που είτε δεν θα καταφέρει καν να πάρει ο επιτυχών, είτε δεν θα υπάρχει χειροπιαστή χρησιμότητα για όποιον το αποκτήσει.
Πέρυσι, για παράδειγμα, ένας απόφοιτος λυκείου κατάφερε να μπει στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών με 16 στο ΕΜΠ, αλλά με μόλις 7,5 στις Σέρρες. Για το Μαθηματικό χρειαζόταν 15 για την Αθήνα, όμως ένας άλλος με το ίδιο πτυχίο, «πετύχαινε» και με 7 στη Σάμο. Διοικητικοί επιστήμονες και τεχνολόγοι έπρεπε να «πιάσουν» 18 για το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά στην Κοζάνη έμπαιναν με 4,5! Με τέτοιες ανισότητες κα στρεβλώσεις δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στις χώρες που προσελκύουν φοιτητές από άλλες χώρες. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά...
Το Brain Drain
Μέσα σε αυτό το παραμορφωτικό σκηνικό, 500.000 νέοι έφυγαν από την Ελλάδα για να αναζητήσουν δουλειά και καλύτερη ζωή στο εξωτερικό στα χρόνια της κρίσης, σύμφωνα με έρευνα της ICAP το 2019. Η γενιά του brain drain, με το 95% να είναι πτυχιούχοι, δίνει την «υπεραξία» της στο εξωτερικό και όχι στη χώρα όπου σπούδασε. Το 58% εργάζεται εκτός συνόρων πάνω από πέντε χρόνια και δεν έχει στον ορίζοντα την επιστροφή, με πρώτη αιτία αποχώρησης την έλλειψη αξιοκρατίας.
Σίγουρα, αν κάτι χρειάζεται άμεσα το εκπαιδευτικό σύστημα, είναι μια μεταρρύθμιση που όχι μόνο έχει ανεβάσει τα ποιοτικά και αξιοκρατικά στάνταρ ώστε να περνούν στα πανεπιστήμια όσοι το αξίζουν, αλλά και θα εναρμονιστεί με τις εγχώριες ανάγκες. Αποκτώντας έτσι την ικανότητα να αφομοιώνει το καταρτισμένο έμψυχο δυναμικό, επενδύοντας σε ένα καλύτερο αύριο για τη χώρα. Και όχι να το εκπαιδεύσει για να το... στέλνει είτε στην ανεργία είτε «έτοιμο» για να το αξιοποιήσουν χώρες του εξωτερικού.