των Προδρόμου Τσιαβού και Θοδωρή Καρούνου*
Ένα κράτος μπορεί να λειτουργήσει δύσκολα χωρίς ψηφιακή διακυβέρνηση. Μια δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει καθόλου χωρίς ψηφιακή πολιτική. Για να το καταλάβουμε αυτό αρκεί να κοιτάξουμε το κινητό μας. Από τα ψώνια και τη μετακίνησή μας μέχρι τις αγορές μας, τις φιλίες και την επικοινωνία μας, τα παιχνίδια και τη διασκέδασή μας, θεωρούμε δεδομένο ότι λαμβάνουμε υπηρεσίες με ελάχιστες κινήσεις του δαχτύλου μας σε μια οθόνη στο μέγεθος της παλάμης μας ή στο σχήμα του ρολογιού μας. Το επίπεδο της υπηρεσίας που έχουμε συνηθίσει και απαιτούμε είναι αυτό της μηχανής αναζήτησης, του κοινωνικού δικτύου, της ηλεκτρονικής αγοράς. Έτσι, όταν αντικαθιστούμε το ρούχο του καταναλωτή με αυτό του πολίτη, καμία κυρα-Λησμοσύνη δεν μας κάνει να ξεχάσουμε τι κάναμε μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν: η εμπειρία έκδοσης ψηφιακού πιστοποιητικού COVID δεν ανταγωνίζεται την εμπειρία της εξυπηρέτησης από τον υπάλληλο με τις μανσέτες στο γκισέ μιας εφορίας, αλλά την εμπειρία της εγκατάστασης ενός app ή το ανέβασμα μιας ιστορίας στο Instagram.
Η χρηστικότητα των εφαρμογών που χρησιμοποιούμε σε καθημερινή βάση οφείλεται στο γεγονός ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες που τις προσφέρουν «μας θυμούνται» και οι πιο εξελιγμένες «μας γνωρίζουν»: όχι μόνο μαζεύουν δεδομένα από εμάς, αλλά χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη μπορούν να προβλέπουν και να επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας.
Ωστόσο, τι σημαίνει όταν μεταβαίνουμε από την ιδιωτική πλατφόρμα στο κράτος και απαιτούμε από αυτό ό,τι και από τον ιδιώτη; Τι σημαίνει όταν το κράτος δεν σε θυμάται απλώς, αλλά σε γνωρίζει;
Κατά έναν σχεδόν οξύμωρο τρόπο, η κατάκτηση μιας λειτουργικής ψηφιακής διακυβέρνησης είναι αυτή που έφερε στο φως την ανάγκη για ψηφιακή πολιτική. Ο βίαιος ψηφιακός μετασχηματισμός της περιόδου των πανδημιών επέτρεψε τη για πρώτη φορά στη χώρα μας συστηματική συλλογή και κυρίως διασύνδεση δεδομένων υγείας και ταυτότητας. Λίγα χρόνια νωρίτερα η οικονομική κρίση είχε ξεκινήσει τη συλλογή, διασταύρωση και επεξεργασία οικονομικών προσωπικών δεδομένων. Η σε μεγάλη κλίμακα χρήση τεχνητής νοημοσύνης και η επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, ενδεχομένως και από ιδιώτες, είναι πλέον μόνο θέμα χρόνου.
Σε αυτό το συμφραζόμενο, δεν μπορούμε τα θέτουμε μόνο το ερώτημα του πώς θα επεξεργαστούμε τα ψηφιακά δεδομένα πιο αποτελεσματικά. Πρέπει να αναρωτηθούμε για το πώς αντιλαμβανόμαστε την εθνική και ευρωπαϊκή κυριαρχία πάνω στα δεδομένα και τους μηχανισμούς επεξεργασίας και διατήρησής τους, πώς οριοθετούμε την έννοια του κράτους και τι σημαίνει ο πολίτης και τα δικαιώματά του για εμάς. Με άλλα λόγια, πρέπει να θέσουμε το ερώτημα της εθνικής ψηφιακής πολιτικής.
Πώς θα έμοιαζε αυτή;
Το πρώτο και βασικότερο στοιχείο της θα ήταν μια οντολογική τοποθέτηση σε σχέση με την τεχνολογική ουδετερότητα: ο μύθος του μαχαιριού που σώζει ζωές στα χέρια ενός χειρουργού και σκοτώνει στα χέρια ενός στρατιώτη δεν στέκει σε κανένα επίπεδο. Το νυστέρι δεν έχει τον σχεδίασμά της ξιφολόγχης. Και προφανώς κάποιον μπορείς να σκοτώσεις με ένα νυστέρι, αλλά δεν θέλεις να σε χειρουργήσουν με ξιφολόγχη. Όπως προτείνει και η ΕΕ στο ρυθμιστικό της πλαίσιο για την τεχνητή νοημοσύνη, θα πρέπει να επιδιώξουμε την ενστάλαξη ηθικών, συμμετοχικών και δημοκρατικών αρχών ήδη κατά το στάδιο του σχεδιασμού της τεχνολογίας, ειδικά της τεχνολογίας εκείνης που σχετίζεται με ροές δεδομένων και τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης.
Το δεύτερο - και κρισιμότερο ίσως - σημείο είναι να προσδιορίσουμε τις αρχές εκείνες που θεωρούμε ότι μας εκφράζουν πολιτικά και ιδεολογικά και να αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εκφραστούν σε έναν τεχνορυθμιστικό σχεδιασμό. Εάν, για παράδειγμα, η προστασία της ιδιωτικότητας, η ρύθμιση της οικονομίας του διαμοιρασμού, η καταπολέμηση του λόγου μίσους και της έμφυλης βίας, η διαφάνεια, η λογοδοσία και η ανοικτότητα αποτελούν κομβικά στοιχεία μιας ψηφιακής πολιτικής, αυτά θα πρέπει να αναζητηθούν ως στοιχεία του σχεδιασμοΰ των σχετικών συστημάτων.
Η κατάρτιση μιας συνεκτικής και συνολικής ψηφιακής πολιτικής βρίσκεται στη βάση ενός σύγχρονου πολιτικού προγράμματος. Δεν αποτελεί απλά και μόνο βασικό συστατικό διακυβερνησιμότητας μιας χώρας, αλλά ξαναβάζει στο κέντρο της συζήτησης πολιτικά και όχι διαχειριστικά διακυβεύματα: ανοιχτά δεδομένα Vs εκμετάλλευσής τους από εξαγωγικές πλατφόρμες, ρύθμιση τεχνητής νοημοσύνης Vs ελευθερίας του λόγου και της έρευνας, ρύθμιση των πλατφορμών Vs ανοικτών αγορών, ψηφιακή εθνική κυριαρχία Vs ψηφιακού εθνικισμού. Η δυσκολία της αντιμετώπισης του θέματος του τι σημαίνει ψηφιακή πολιτική σήμερα ούτε πρέπει ούτε μπορεί να συνεπάγεται υποχώρηση σε διαχειριστικού ή αποσπασματικού τύπου λογικές. Ο ψηφιακός ελέφαντας δεν πρόκειται να φύγει από το δωμάτιο της δημοκρατίας. Απλώς θα αναζητήσει άλλον αφέντη.
*διευθυντής Ψηφιακής Ανάπτυξης& Καινοτομίας στο Ίδρυμα Ωνάση και ερευνητής στο ΕΜΠ





