του Mohamed El-Erian*
Στην καριέρα μου έχω δει μια σημαντική εξέλιξη στο πώς οι οικονομολόγοι, οι συμμετέχοντες στην αγορά και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν προσπαθήσει να ομαδοποιήσουν εκείνες τις χώρες που δεν κατηγοριοποιούνται ως «προηγμένες οικονομίες».
Αυτό που ξεκίνησε πριν από δεκαετίες ως αναφορές στον «τρίτο κόσμο» και στις «λιγότερο αναπτυγμένες» χώρες εξελίχθηκε σε «αναπτυσσόμενες» και «αναδυόμενες» οικονομίες. Πρόσφατα συμπληρώθηκαν από την ευρύτερη ιδέα ενός «παγκόσμιου νότου».
Οι μεταβολές στην παγκόσμια οικονομία όχι μόνο διαβρώνουν την αναλυτική χρησιμότητα μιας τέτοιας προσέγγισης, αλλά την καθιστούν και δυνητικά βλαπτική. Σε ορισμένες χώρες, είχε ως αποτέλεσμα λανθασμένες πολιτικές σκέψεις καθώς και μη ρεαλιστικές φιλοδοξίες για διαπραγματευτική ισχύ και στρατηγική αυτονομία.
Η διεθνής τάξης ανατρέπεται. Η ενοποίηση δομικών τάσεων, όπως το αυξανόμενο παγκόσμιο εμπόριο και η χρηματοπιστωτική ενοποίηση υπονομεύονται από τον κατακερματισμό. Η επιβολή από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ δασμών στον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα σηματοδοτεί την πιο πρόσφατη κλιμάκωση σε αυτή τη διαδικασία.
Για να μνημονεύσω το τελευταίο World Economic Outlook της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2025, βρισκόμαστε τώρα σε έναν κόσμο «μειούμενων προοπτικών αναβάθμισης» για τις λιγότερο εύπορες οικονομίες. Πρέπει να πλοηγηθούν σε μια παγκόσμια οικονομία που είναι ευάλωτη σε πιο συχνά και πιο βίαια εξωτερικά σοκ –και σε μια περίοδο που οι χώρες χρειάζεται να πάρουν θέση για να επωφεληθούν από τις καινοτομίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τόσο τα ατομικά, όσο και τα συλλογικά προβλήματα θα αποδειχθεί πιο δύσκολο να επιλυθούν. Αυτό απαιτεί μια αντίσταση στις φαντασιοπληξίες για νέες ομαδοποιήσεις και στρατηγική αυτονομία.
Όταν εντάχθηκα για πρώτη φορά στο «Πρόγραμμα Οικονομολόγων» του ΔΝΤ το 1983, διδάχθηκα τη σημασία δυο λειτουργικών αρχών που, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φανούν αντιφατικές σε ορισμένους: της ομοιόμορφης αντιμετώπισης όλων των κρατών-μελών και της επιδίωξης κατά περίπτωση προσεγγίσεων. Ο στόχος ήταν να διασφαλιστεί ότι, από μια top-down άποψη, η τήρηση σημαντικών γενικών αρχών συνοδεύεται από αναλυτικές και προσαρμοσμένες προσεγγίσεις που αντανακλούν τις bottom-up διαφορές.
Ομοίως, η χρήση του «παγκόσμιος νότος» έχει επιδιώξει να αιχμαλωτίσει κοινά χαρακτηριστικά αφήνοντας ταυτόχρονα χώρο για σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών. Ορισμένοι το βλέπουν σαν ένα ενοποιητικό εργαλείο για την επιδίωξη κοινών στόχων, και μια ομπρέλα για ομαδοποιήσεις, όπως οι BRICS.
Αλλά η ικανότητα να ενισχυθούν οι εγχώριες αναπτυξιακές προσπάθειες μέσω της στενότερης παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης υπονομεύεται από την οπλοποίηση των εμπορικών και επενδυτικών ροών και τον μικρότερο σεβασμό του κράτους δικαίου.
Η σημερινή αποδυνάμωση των πολυμερών θεσμών υπονομεύει επίσης την επίλυση των συγκρούσεων μεταξύ των χωρών και την ευρωστία των μέτρων στήριξης, συμπεριλαμβανομένων των κοινών μηχανισμών ασφάλισης για την αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η υπερχρέωση και η ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή.
Δεν είναι επίσης σαφές ότι οι ΗΠΑ θα ανεχθούν τη μακροπρόθεσμη ανατίμηση του δολαρίου ως συντελεστή της παγκόσμιας αναπροσαρμογής, κάτι που σημαίνει ότι οι λιγότερο εύπορες χώρες ενδέχεται να έχουν μικρότερο μελλοντικό συναλλαγματικό πλεονέκτημα. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή που, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι οικονομίες αυτές προβλέπεται να ολοκληρώσουν το πρώτο τρίμηνο του αιώνα με τις ασθενέστερες μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες.
*Πρόεδρος του Queens’ College στο Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ και σύμβουλος των Allianz και Gramercy
**πρώτη δημοσίευση euro2day