του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Σίγουρα με τον πολιτικό - φιλοσοφικό φιλελευθερισμό, όπως αυτός εννοείται στην Ευρώπη ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τράμπ, δεν έχει ιδιαίτερα καλές σχέσεις. Σαφώς δε το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με την Πολιτική Οικονομία, ιδιαίτερα δε με τον αποκαλούμενο πατέρα της, τον περίφημο Σκωτσέζο φιλόσοφο και οικονομολόγο Άνταμ Σμιθ.
Προφανώς έτσι, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος αναγγέλλει προς πάσα κατεύθυνση την επιβολή δασμών, αγνοεί πλήρως το «δίλημμα Τρίφιν» και τι σημαίνει αυτό για το εξωτερικό εμπόριο μιας χώρας. Ιδιαίτερα δε μιας χώρας όπως η Αμερική, το νόμισμα της οποίας, το δολάριο εν προκειμένω, είναι και διεθνές αποθεματικό νόμισμα.
Εκκινώντας από το γεγονός της αμερικανικής οικονομικής κυριαρχίας το 1960, ο Βελγοαμερικανός οικονομολόγος Ρόμπερτ Τρίφιν (1911-1993), διατύπωσε τις σκέψεις του για το τότε παγκόσμιο εμπόριο και τόνιζε το δίλημμα ή το παράδοξο που προκύπτει όταν μια χώρα που διαθέτει παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα πρέπει να αντιμετωπίσει την πορεία του εξωτερικού της εμπορίου.
Όντας αρνητικός στην περίφημη συμφωνία του Μπρέτον Γούντς και στο στο σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, ο Ρ. Τρίφιν, σημείωνε ότι μια χώρα της οποίας το νόμισμα είναι παγκόσμιο αποθεματικό και άρα το κατέχουν και άλλα έθνη ως απόθεμα συναλλάγματος, για την υποστήριξη του διεθνούς εμπορίου πρέπει με κάποιον τρόπο να προμηθεύει το νόμισμά της στον κόσμο, για να διευκολύνει το διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις. Όμως αυτή η λειτουργία προσφοράς απαιτεί την ύπαρξη εμπορικών ελλειμμάτων και όταν γίνεται υπερβολική, διαβρώνει την εμπιστοσύνη στην αξία του νομίσματος.
Αυτές οι σκέψεις του Τρίφιν, έγιναν πραγματικότητα το 1971, όταν οι ΗΠΑ κατήργησαν τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, ακυρώνοντας τη Συμφωνία Μπρέτον Γουντς.
Υπενθυμίζουμε ότι το 1971, επί προεδρίας Ρίτσαρντ Νίξον, για να διατηρηθεί το σύστημα Μπρέτον Γούντς, οι ΗΠΑ έπρεπε να έχουν έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους για να παρέχουν ρευστότητα για τη μετατροπή του χρυσού σε δολάρια ΗΠΑ. Με περισσότερα δολάρια ΗΠΑ στο σύστημα, από όσα υποστηρίζονταν από χρυσό βάσει της συμφωνίας Μπρέτον Γούντς , το δολάριο ΗΠΑ ήταν υπερτιμημένο σε σχέση με τον χρυσό.
Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν ένα δίλημμα, επειδή δεν είναι δυνατόν να έχουν ταυτόχρονα έλλειμμα και πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Τον Αύγουστο του 1971, ο Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον αναγνώρισε την κατάρρευση του συστήματος Μπρέτον Γούντς. Λόγω της αύξησης των ελλειμμάτων που προκλήθηκαν από τις πολεμικές δαπάνες και της φθίνουσας οικονομίας εκείνη την εποχή, διάφορες χώρες άρχισαν να ζητούν την ανταλλαγή των δολαρίων τους με χρυσό.
Μια μαζική αύξηση των τιμών του χρυσού στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα είχε ξεκινήσει αθόρυβα και ο τότε Γάλλος πρόεδρος Ζωρζ Πομπιντού, όπως ήταν γνωστό, έστειλε ένα πολεμικό πλοίο τον Αύγουστο του 1971 στη Νέα Υόρκη για να μεταφέρει τον χρυσό πίσω στη Γαλλία.
Ανακοίνωσε ότι το δολάριο δεν μπορούσε πλέον να ανταλλαχθεί με χρυσό, κάτι που τελικά έγινε γνωστό ως το σοκ Νίξον. Αν και ανακοινώθηκε ως προσωρινό μέτρο, παρέμεινε σε ισχύ. Το «παράθυρο του χρυσού» έκλεισε και οι ΗΠΑ ουσιαστικά είχαν «αθετήσει» τις υποχρεώσεις τους στο χρέος τους.
Αθέτηση πληρωμών με την έννοια ότι αρχικά οι χώρες είχαν δανείσει χρήματα στις ΗΠΑ (αγοράζοντας κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ) υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα δολάρια ήταν εξαργυρώσιμα σε χρυσό, αλλά στη συνέχεια, μετά το σοκ του Νίξον δεν ήταν πλέον και στην πραγματικότητα τα δολάρια μειώθηκαν σε αξία έναντι του ίδιου του χρυσού (αύξηση της τιμής του χρυσού σε δολάρια).
Επομένως, μπορεί να αναγνωριστεί ως «ήπια» αθέτηση πληρωμών και όχι ως ρητή αθέτηση (μια τυπική αθέτηση ομολόγων όπου ο δανειολήπτης δεν αποπληρώνει τα ομόλογα).
Σήμερα, στην εποχή Τράμπ, αλλοπρόσαλλες αλλαγές στην αμερικανική νομισματική πολιτική μπορούν να έχουν δραματικές επιπτώσεις στον υπόλοιπο κόσμο λόγω του διπλού ρόλου του δολαρίου ως εθνικού και διεθνούς νομίσματος. Αυτό είναι το δίλημμα Τρίφιν ή αλλιώς το Παράδοξο του Τρίφιν, που αναφέρεται σε μια ανοιχτή σύγκρουση συμφερόντων σε μια χώρα που το νόμισμα της χρησιμοποιείται ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Μια χώρα σαν τις ΗΠΑ, δηλαδή, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το δίλημμα προκύπτει καθώς η χώρα που το νόμισμα της χρησιμοποιείται ως παγκόσμιο αποθεματικό πρέπει να επιλέξει μεταξύ των εγχώριων βραχυπρόθεσμων εσωτερικών αναγκών και των διεθνών μακροπρόθεσμων στόχων της.
Όταν ένα εθνικό νόμισμα χρησιμοποιείται ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα, υπάρχει μια αναδυόμενη σύγκρουση συμφερόντων για τη δεσπόζουσα χώρα, μεταξύ της εξυπηρέτησης της εγχώριας νομισματικής πολιτικής της και ταυτόχρονα της διατήρησης του διεθνούς νομισματικού της ρόλου.
Και από την άποψη αυτή, οι δασμοί Τραμπ ναι μεν υποδηλώνουν «μαγκιά» του προέδρου, σε λίγο όμως του φτωχούς Αμερικανούς θα τους κάνουν φτωχότερους.
(1) Την εγχώρια αγορά που άλλοτε χρειάζεται περισσότερη ρευστότητα και άλλοτε λιγότερη (για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός);
(2) Την ανάγκη για επιπλέον προσφορά συναλλαγματικών αποθεμάτων που προκύπτει από την διεθνή ζήτηση·
(3) Τον περιορισμό του εμπορικού ελλείμματος που προκύπτει από την εξαγωγή συναλλαγματικών αποθεμάτων;
Η παραπάνω σύγκρουση συμφερόντων που περιγράφει το Δίλημμα του Τρίφιν δεν έχει λύση.
Η χώρα που εκδίδει το παγκόσμιο νομισματικό αποθεματικό (όπως το δολάριο ΗΠΑ σήμερα) είναι καταδικασμένη να αποτύχει κάποτε στο μέλλον.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επικριτές αμφισβητούν εάν το νόμισμα μιας χώρας που παρουσιάζει συνεχώς πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να γίνει το παγκόσμιο αποθεματικό.
Υπάρχουν όμως προτάσεις, που λένε ότι το σύστημα μπορεί να λειτουργήσει με τη δημιουργία ενός διεθνούς νομισματικού συστήματος περιφερειακών νομισμάτων σε επίπεδο μπλοκ.
Η παγκοσμιοποίηση και η περιφερειοποίηση, θα πρέπει να είναι οι δύο δυνάμεις που οδηγούν προς το νέο νομισματικό σύστημα. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο υιοθέτησης του ίδιου νομίσματος μέσω ενός συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (παγκόσμιο νόμισμα).
Αυτό το νόμισμα θα πρέπει να εκπληρώσει το καθήκον του ως άγκυρα του συστήματος, μειώνοντας τις παγκόσμιες ανισορροπίες και τις διακυμάνσεις των τιμών των εμπορευμάτων.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες, αντίθετα, θα πρέπει να δημιουργήσουν περιφερειακές νομισματικές ενώσεις (περιφερειακά νομίσματα), διατηρώντας την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ως απορροφητή κραδασμών, αλλά κερδίζοντας από άποψη χρονικής συνέπειας και αξιοπιστίας.-
Όλα αυτά προϋποθέτουν από την πλευρά των ΗΠΑ σοβαρότητα και ευθύνη και όχι παράλογες συμπεριφορές, οι οποίες τελικά θα κάνουν πιο μικρή την Αμερική.