του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τρία είναι τα πιο σοβαρά προβλήματα της σημερινής Γαλλίας. Το ένα, όπως το περιγράφει το φιλοσοσιαλιστικό περιοδικό «Νουβέλ Ομπς», είναι η κοκαΐνη και το καθεστώς των εμπόρων ναρκωτικών που έχουν εγκατασταθεί σε συνοικίες μεγάλων πόλεων, όπως το Παρίσι, η Μασσαλία, η Λυών, η Λίλλη και άλλες.
Το δεύτερο είναι η παράνομη μετανάστευση και η συναφής με αυτή εντυπωσιακή άνοδος της εγκληματικότητας, ιδιαίτερα δε σε ήσυχες πόλεις και χωριά, που στο παρελθόν είχαν υψηλή αίσθηση ασφάλειας.
Το τρίτο, τέλος, πρόβλημα της Γαλλίας είναι η άνοδος του ήδη υψηλού παραδοσιακού κρατισμού, ο οποίος σήμερα κατέχει και πανευρωπαϊκό ρεκόρ. Πιο αναλυτικά, επίσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι στη Γαλλία η παράνομη μετανάστευση συνδέεται άμεσα και με το ισλάμ, δεδομένου ότι ήδη στη χώρα είναι εγκατεστημένοι πάνω από 10 εκατομμύρια μουσουλμάνοι, βορειοαφρικανικής κυρίως προέλευσης. Αν στον αριθμό αυτό προστεθούν και οι αδήλωτοι συγγενείς τους που πηγαινοέρχονται από Μαρόκο, Τυνησία και Αλγερία, τότε ο αριθμός τους ξεπερνά τα 13 εκατομμύρια σε ετήσια βάση.
Δεν εκπλήσσει, στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι τους 18 τελευταίους μήνες έλαβαν χώρα σε διάφορες γαλλικές πόλεις πάνω από 3.000 εκδηλώσεις αντισημιτισμού με βίαιες ενέργειες κατά Γάλλων εβραϊκής ρίζας. Την ίδια
περίοδο εκτιμάται ότι η παράνομοι μετανάστες στη Γαλλία αυξήθηκαν κατά 60.000 και ήδη αντιπροσωπεύουν πάνω από 500.000 άτομα.
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ένα σημαντικό μέρος των αδήλωτων, όπως και των παράνομων μεταναστών στρατολογείται από τις «ναρκομαφίες» που λειτουργούν σε Γαλλία, Βέλγιο και Ολλανδία, και οι οποίες αργά αλλά σταθερά εξελίσσονται, σε κράτος εν κράτει, διαχειριζόμενες και κάποια δισεκατομμύρια ευρώ. Οι παραπάνω εξελίξεις συνοδεύονται από μια δημογραφική κάμψη στη σημερινή Γαλλία, την ενίσχυση της άκρας δεξιάς και την πλήρη καταβύθιση της ακροαριστεράς (του Ζαν-Λυκ Μελανσόν) στα τάρταρα του σταλινισμού, του αντισημιτισμού και του πολιτικού μίσους.
Δυστυχώς δε, ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν την κατάσταση αυτή τη διαχειρίστηκε με μοναδική απειρία και επιπολαιότητα, οδηγώντας τη χώρα του σε μια χαοτική κατάσταση που εγκυμονεί κινδύνους και για την Ευρώπη. Και τούτο διότι οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις της Γαλλίας, γκωλιστές, σοσιαλιστές και κεντρώοι, έχουν παγιδευτεί από τα άκρα και στην παρούσα φάση, όπως προκύπτει από την αδυναμία σχηματισμού κυβερνήσεων, αδυνατούν να βρουν τους βηματισμούς που πρέπει.
Σήμερα έτσι, ο πρόεδρος Μακρόν αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα που ο ίδιος δημιούργησε προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές μετά την αποτυχία του κόμματος του στις ευρωεκλογές του 2024. Σε μια υπερχρεωμένη Γαλλία, με δημοσιονομικό έλλειμμα πάνω από 5% του ΑΕΠ, τελεί υπό πίεση να βρει έναν πρωθυπουργό που θα μπορούσε να τύχει κοινοβουλευτικής αποδοχής.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιλογή του 39χρονου Σεμπαστιέν Λεκορνύ, υπουργού Άμυνας στην κυβέρνηση που μόλις παραιτήθηκε, κάθε άλλο παρά αισιοδοξία δημιουργεί. Πλην όμως, ο νέος πρωθυπουργός, αν και
προέρχεται από τους κόλπους της φιλελεύθερης, γαλλικής κεντροδεξιάς, διατηρεί πολύ καλές σχέσεις τόσο με στελέχη του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, όσο και με την γκωλική δεξιά. Εξάλλου στην παραιτηθείσα κυβέρνηση Μπαϊρού, ήταν ο μόνος υπουργός με οκταετή συνεχή θητεία, στις πέντε κυβερνήσεις που επί προεδρίας Μακρόν από το 2017 έως σήμερα κυβέρνησαν τη Γαλλία.
Όπως λένε άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τον Σεμπαστιέν Λεκορνύ, πρόκειται για πολιτικό που γνωρίζει να ελίσσεται, δεν έχει προεδρικές φιλοδοξίες και χαίρει της απόλυτης εμπιστοσύνης του προέδρου Εμμ. Μακρόν.
Επίσης ο νέος πρωθυπουργός διατηρεί επαφές με νέους βουλευτές του ακροδεξιού «Εθνικού Συναγερμού», οι οποίοι δεν είναι ιδιαίτερα φιλικοί προς την πρόεδρο του κόμματος Μαρίν Λεπέν και όπως έγινε γνωστό διαφωνούσαν με την καταψήφιση των μέτρων της κυβέρνησης Μπαϊρού.
Το σοβαρό πρόβλημα με τον νέο Γάλλο πρωθυπουργό είναι ότι έχει να αντιμετωπίσει μια μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια, με το 64% των Γάλλων να είναι σύμφωνοι με την πραγματοποίηση πρόωρων προεδρικών εκλογών μετά από παραίτηση του Εμμ. Μακρόν. Το πώς ο πρωθυπουργός Σ.Λεκορνύ θα ξεπεράσει το πρόβλημα αυτό, θα το διαπιστώσουμε τις εβδομάδες που ακολουθούν και οι οποίες θα είναι κρίσιμες για την πολιτική σταθερότητα στη Γαλλία ,όπως και για την παραπαίουσα οικονομία της.