του Γιώργου Φλωρίδη*
Είναι γεγονός ότι η τριγωνοποίηση της πολιτικής σκηνής με τη δημοσκοπική ενδυνάμωση του ΚΙΝΑΛ / ΠΑΣΟΚ έχει καταστήσει περίπλοκη την επόμενη μορφή διακυβέρνησης. Περίπλοκη, αλλά ευανάγνωστη. Η χώρα πορεύεται με την κυβέρνηση πολιτικά εξαντλημένη, έπειτα από πολλές μάχες, που κάποιες είχαν επιτυχή έκβαση και κάποιες όχι, σε μια περίοδο αλλεπάλληλων και εναλλασσόμενων κρίσεων. Ακολουθεί μια αξιωματική αντιπολίτευση που αδυνατεί να δώσει νόημα και ουσία στην πολιτική της, ενώ, αντίθετα, ασκεί τυφλή και αντεκδικητική πολιτική φθοράς, με στόχο όχι να ξανακυβερνήσει, αλλά σε συνθήκες πολιτικής ρευστότητας να διασώσει τον ηγέτη της και τη θέση της στο κομματικό σύστημα. Τέλος, εξαιτίας του αντιπολιτευτικού κενού των τριών χρόνων, αναδεικνύεται μια τρίτη δύναμη, η οποία υποδέχεται τη φθορά των μέχρι τώρα πρωταγωνιστών, του λεγόμενου δικομματισμού του ενάμισι κόμματος.
Η βασική διαπίστωση είναι ότι οι βασικοί συντελεστές του κομματικού ανταγωνισμού κινούνται μεταξύ πολιτικής στασιμότητας, οπισθοχώρησης και αμηχανίας. Αν συνδυάσουμε δε αυτή την πολιτική καθοδικότατα με τις προτεινόμενες στρατηγικές των κομμάτων περί «αυτοδυναμίας», «προοδευτικής συνεργασίας» και «πολιτικής αυτονομίας», προβάλλει στον ορίζοντα ένα πολιτικό αδιέξοδο. Αναδεικνύεται ως μείζον θέμα αυτό της πολιτικής σταθερότητας και κυβερνησιμότητας, ενώ διαμορφώνονται συνθήκες υψηλού πολιτικού ρίσκου για την προσεχή πορεία της χώρας.
Είμαστε, λοιπόν, ξανά, αντιμέτωποι με το σημείο της πολιτικής διαιρετικής τομής του κομματικού ανταγωνισμού, που σχετίζεται ευθέως με την πορεία της χώρας. Έτσι, πριν από κάθε άλλο δίλημμα περί αυτοδύναμων ή συνεργατικών κυβερνήσεων, συντηρητικών ή προοδευτικών συνεργασιών, αναλογικών ή ενισχυμένων εκλογικών νόμων, τίθεται σε προτεραιότητα το στρατηγικό δίλημμα: μεταρρυθμιστική πορεία προς το μέλλον ή οπισθοχώρηση προς το παρελθόν;
Και επειδή το μείζον αυτό διαρκές στοίχημα εθνικής επιβίωσης και ανάταξης έχει απαντηθεί με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικές κατευθύνσεις από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, εκκρεμεί και μια ευθεία απάντηση από τη νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ.
Μετά την τραγική εμπειρία και διακινδύνευση του 2015, πρέπει να το πούμε καθαρά: όσο οι επαπειλούμενες συνθήκες πολιτικής και κυβερνητικής αστάθειας συνδυάζονται με την πολιτική αμηχανία ή και την αδυναμία του αναδυόμενου τρίτου παίκτη να τοποθετηθεί, όχι απλά επί των πολιτικών διλημμάτων του κομματικού ανταγωνισμού, αλλά επί της ευρύτερης εθνικής πορείας, τόσο το πολιτικό ρίσκο θα βαίνει αυξανόμενο, με κίνδυνο την οπισθοδρόμηση της χώρας.
Η νεότευκτη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ δεν έχει χρέος ν’ απολογείται για την απόσταση που έχει από τον κάθε κομματικό της ανταγωνιστή, στα πλαίσια της κομματικής γεωγραφίας. Το παιχνίδι του «ισαποστακισμού» είναι κριτήριο μέτρησης των ανταγωνιστών της. Έχει, όμως, απόλυτη ευθύνη να τοποθετηθεί με προγραμματική και στρατηγική σαφήνεια για το διαρκές μεταρρυθμιστικό πρόταγμα της εθνικής πορείας. Όχι αφηρημένα, αλλά επί του πεδίου, για όσα συνέβησαν την τραυματική δεκαετία της κρίσης.
Αν από την πολιτική αφαιρεθεί η πρόσφατη τραυματική μνήμη, υπέρ μιας δήθεν ιδεολογικής λήθης, τότε ο πολιτικός κίνδυνος να διολισθήσουμε σε νεολαϊκίστικες αντιμεταρρυθμιστικές λύσεις, με την προβιά της λεγάμενης «προοδευτικής συνεργασίας», δεν είναι καθόλου αμελητέος.
Η χώρα δεν χρειάζεται μια «άλλη» ή «διαφορετική πολιτική», που προφανώς δεν υπάρχει με όρους βιωσιμότητας για τη χώρα, ή μια «παρελθοντική», που θα μας πάει ολοταχώς προς τα πίσω. Αντίθετα, χρειάζεται μια πολιτική που θα βαθύνει και θα δώσει νέα ώθηση και ορμή στην ανολοκλήρωτη μεταρρυθμιστική αλλαγή υποδείγματος, που μας δίδαξε και μας υπέβαλε η πρόσφατη οδυνηρή χρεοκοπία.
*πρώην υπουργός





