του Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου*
Για πρώτη φορά καταγράφονται με ειλικρίνεια και σαφήνεια όλες οι αδυναμίες των ευρωπαϊκών επιλογών. Είναι δε εντυπωσιακό, ότι ενώ η έκθεση αποτελεί ευθύ κατηγορώ απέναντι σε διάφορες πολιτικές, ουδείς από αυτούς που συμμετείχαν ενεργά στον σχεδιασμό τους τόλμησε να αντικρούσει οποιοδήποτε σημείο της.
Ανάμεσα σε θέματα μείζονος πολιτικής, όπως η ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς, η υστέρηση στην ανάπτυξη τεχνογνωσίας και καινοτομίας και η (μη) δημοκρατικότητα της αρχής της ομοφωνίας, ο κ. Ντράγκι επισημαίνει και θέματα «καθημερινότητας» τα οποία έχουν σοβαρή επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα, λόγω του εύρους της εφαρμογής τους.
Αναδεικνύει δηλαδή αυτό που περιγράφεται από την ρήση του Κομφούκιου ότι «οι άνθρωποι δεν σκοντάφτουν σε βράχους, σκοντάφτουν σε μικρές πέτρες». Και είναι βέβαιο ότι τόσο η Ελλάδα, όσο και η Ευρώπη έχουν φροντίσει να ρίξουν πολλές «πέτρες», στον δρόμο για την ανάπτυξη.
Στην ευρωπαϊκή – πολιτικά ορθή – ορολογία, μια τέτοια «βροχή από πέτρες» μικρές και μεγάλες, ονομάζεται «κανονιστικό πλαίσιο». Πρόκειται για όλους αυτούς τους κανόνες που διασφαλίζουν την εφαρμογή των πολιτικών αρχών της Ε.Ε., όπως για παράδειγμα την προστασία του περιβάλλοντος ή την ανταγωνιστικότητα στο εμπόριο. Μπορεί στο μυαλό όσων δεν καλούνται να εφαρμόσουν άμεσα αυτούς τους κανόνες τα πράγματα να μοιάζουν απλά και λογικά. Στην πράξη όμως πρόκειται για ένα πλέγμα διατάξεων πολλών χιλιάδων σελίδων, με αμφιλεγόμενη σαφήνεια και αμφισβητούμενη συνάφεια.
Οι διατάξεις αυτές «παράγονται» από διαφορετικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες σπάνια συνεννοούνται μεταξύ τους. Στη συνέχεια, έρχονται να προστεθούν σε ένα προϋπάρχον εθνικό δίκαιο και να προσαρμοστούν στην εθνική πραγματικότητα και στις αντικειμενικές δυνατότητες των δημοσίων αρχών. Ας μην παραγνωρίζουμε το ότι κάθε νέο νομοθέτημα προκαλεί την ίδια απόγνωση τόσο σε αυτόν που καλείται να το εφαρμόσει όσο και σε αυτόν που καλείται να ελέγξει την εφαρμογή του.
Στη χώρα μας έχουμε και πολυνομία και κακονομία. Καθημερινά ανακαλύπτουμε, είτε ελλείψεις σε διατάξεις, είτε διατάξεις αντικρουόμενες μεταξύ τους, είτε διατάξεις που προσκρούουν στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Η κανονιστική συμμόρφωση είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας εφιάλτης για το νομικό τμήμα μιας επιχείρησης. Συνήθως είναι επίσης ένα υπέρμετρο κοστολογικό φορτίο για όλα τα παραγωγικά της τμήματα.
Κάποιος θα σπεύσει να με αντικρούσει ισχυριζόμενος ότι οι επιχειρήσεις δεν θέλουν κανόνες, ώστε να μπορούν να λειτουργούν ασύδοτα. Στον κλάδο μας (μεταλλευτικός) συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Χρειαζόμαστε κανόνες αφενός μεν για να μην είμαστε έρμαιο κάποιων περιφερειακών ανταγωνιστών, οι οποίοι λειτουργούν εκτός του πλαισίου και αφετέρου για να μπορούμε να έχουμε την λεγόμενη «έξωθεν καλή μαρτυρία».
Οι κανόνες αυτοί όμως θα πρέπει να ακολουθούν κάποιες βασικές αρχές. Θα πρέπει καταρχήν να έχουν μονοσήμαντη ερμηνεία. Οι τριβές με τη δημόσια διοίκηση για την ερμηνεία διατάξεων είναι καθημερινότητα. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση μας είναι ότι, λόγω του τεχνικού τους περιεχομένου, οι κανόνες θα έπρεπε να μην χωρούν κανενός είδους παρερμηνεία.
Ένα άλλο βασικό προαπαιτούμενο για τους κανόνες θα έπρεπε να είναι το να εξυπηρετούν τον στόχο για τον οποίον έχουν τεθεί. Δυστυχώς ούτε αυτό είναι προφανές. Σε πολλές περιπτώσεις ο στόχος έχει ξεπεραστεί από την τεχνολογία ή την πραγματικότητα, αλλά οι κανόνες εξακολουθούν να υπάρχουν, ενώ σε άλλες οι κανόνες είναι προφανώς υπέρμετρα αυστηροί σε σχέση με τον στόχο που επιδιώκουν. Όπως έλεγε και ένας καθηγητής μου στο ΕΜΠ, «το ασφαλέστερο όριο ταχύτητας είναι τα μηδέν χιλιόμετρα την ώρα».
Τέλος, ένας νοήμων και ολιστικός στην προσέγγιση του νομοθέτης θα όφειλε να μετρήσει εκ των προτέρων την κοστολογική επιβάρυνση από κάθε κανόνα και να αξιολογήσει κατά πόσον αυτή η επιβάρυνση θα επιτρέψει στη δραστηριότητα να είναι ανταγωνιστική. Δεν έχει κανένα νόημα να θεσπίσουμε κανόνες για μια δραστηριότητα τέτοιους ώστε να οδηγήσουν στο να γίνει ασύμφορη η άσκηση της στο ευρωπαϊκό έδαφος και να σταματήσει. Αν συμβεί αυτό, θα αρχίσουμε να εισάγουμε τα προϊόντα αυτής της δραστηριότητας από μια τρίτη χώρα, στην οποία δεν τηρείται ούτε το ελάχιστο των κανόνων που επιθυμούμε εμείς στην Ευρώπη.
Η επίπτωση του κανονιστικού πλαισίου στην ανταγωνιστικότητα δεν είναι κάτι καινούριο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θεσπίσει την ανάλυση επιπτώσεων κατά την παραγωγή νομοθεσίας εδώ και δεκαετίες. Δυστυχώς όμως η ανάλυση αυτή, είτε γίνεται με τρόπο που δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα, είτε δεν λαμβάνεται υπόψη.
Ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων έχει επισημάνει διαχρονικά διάφορα τέτοια ζητήματα τα οποία εμποδίζουν την ανάπτυξη της εξορυκτικής δραστηριότητας, χωρίς να προσφέρουν απολύτως τίποτα.
Δυστυχώς η ελληνική πολιτεία δεν έχει δώσει στο κομμάτι της δημόσιας διοίκησης που ασχολείται με τα ζητήματα μας επαρκές προσωπικό και πόρους, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τέτοια ζητήματα αποτελεσματικά και γρήγορα.
*Πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων