του Συμεών Ρωμύλου
Κάτι παύει να «γίνεται έτσι» μόνο όταν οι συνθήκες αλλάζουν και η συνέχισή του καθίσταται δύσκολη ή αδύνατη — όπως συνέβη, για παράδειγμα, με την αποϋλοποίηση των μετοχών, ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, κάποιος «τύχει» να συνειδητοποιήσει ότι είναι παραλογισμός τα «κυρίαρχα» κράτη να δανείζονται εντόκως.
Το θέμα θεωρείται «ταμπού», καθώς τα συμφέροντα που θίγονται είναι τεράστια και πανίσχυρα. Ωστόσο, οι ηγέτες που θα τολμήσουν να τα παρακάμψουν θα καταγραφούν στην ιστορία ως οι μεταρρυθμιστές που αφαίρεσαν από το «χειρότερο -εκτός από όλα τα άλλα-» σύστημα παραγωγής πλούτου, έναν από τους βασικούς μηχανισμούς δημιουργίας ανισοτήτων. Η Ε.Ε. έχει μία μοναδική ευκαιρία να τερματίσει έναν από τους πιο παράλογους πυλώνες της παγκόσμιας νομισματικής αρχιτεκτονικής.
Ας υποτεθεί ότι, το χρήμα που εκδίδει η κεντρική τράπεζα, το «δανείζει» στο κράτος, και το υπόλοιπο αυτού του δανείου μειώνεται με τις εισροές από φόρους κλπ. έσοδα. Αν η κεντρική τράπεζα δημιουργούσε έναν δεύτερο λογαριασμό, από τον οποίο θα παρείχε στο κράτος τα ποσά που σήμερα δανείζεται με τόκο, το μόνο ζήτημα που θα έπρεπε να διασφαλιστεί θα ήταν η πλήρης διαφάνεια σχετικά με το πραγματικό ύψος του χρέους.
Το ύψος του χρέους ενδιαφέρει τους δυνητικούς δανειστές και τους οίκους αξιολόγησης -Standard & Poor’s, Fitch κ.λπ.- οι οποίοι θα είναι και οι πρώτοι που θα θιγούν από μια τέτοια αλλαγή. Ενδιαφέρει επίσης τις «αγορές» που καθορίζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Αν η διαφάνεια διασφαλιστεί, οι αγορές θα αξιολογήσουν θετικά την αλλαγή, καθώς —όπως εξηγείται παρακάτω— η κατάργηση του κόστους των τόκων ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Οι συνθήκες στην Ε.Ε. είναι ιδανικές, διότι καμία εθνική κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει πίεση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ώστε να αποκρύψει μέρος του δανεισμού της προς το κράτος της.
Το νέο καθεστώς μπορεί να θεσπιστεί άμεσα, με «έναν νόμο και ένα άρθρο», και —όπως συμβαίνει συχνά— να εξελιχθεί σε εργαλείο πολλαπλών χρήσεων. Για παράδειγμα, χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ θα μπορούσε να «τιμωρείται» με αυξανόμενο επιτόκιο, κ.ά.
Τελικά, όσα «έτσι γίνονται ανέκαθεν» οδηγούν στην αποδοχή των συνεπειών τους ως αναπόφευκτων, όσο οδυνηρές κι αν είναι. Για παράδειγμα: όταν λέγεται ότι «το δημόσιο χρέος μειώθηκε στο 154% του ΑΕΠ το 2024» και ότι «η απόδοση του ελληνικού 10ετούς βρίσκεται στο 3,39%», αυτό σημαίνει ότι η ετήσια δαπάνη για τόκους ανέρχεται στο 154 × 3,39 = 5,22% του ΑΕΠ.
Σημείωση: Το άρθρο προέρχεται από υπό συγγραφή εργασία με τίτλο «Παρερμηνείες, Παρανοήσεις, Παραλογισμοί». Λόγω του θέματος, επιτρέπεται η αναδημοσίευσή του.




