του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Τον Γιώργο Κουρμούση τον θυμάμαι από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 τότε που στην παρέα μας στην Πάτρα τον παρουσίαζαν σαν φόβητρο. «Έχει μαύρη ζώνη στο τζούντο», μας έλεγε ο φίλος Νίκος Μπρουσινός, ένας από τους πλακατζήδες της παρέας. Και όντως είχε δίκιο. Τελικά όμως τον Γιώργο τον γνώρισα για καλά πολλά χρόνια μετά. Στις αρχές του 1980 όταν ήταν σύμβουλος το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο του Πειραιά.
Από τότε, όταν βρισκόμασταν κάναμε καλή παρέα, με ωραία συζήτηση και πάντα καλό κρασάκι, αδυναμία αμφοτέρων. Στην πορεία του ο Γιώργος Κουρμούσης έχει γράψει αρκετά και καλά βιβλία, πνευματώδη και κυρίως έξυπνα στις διαπιστώσεις. Πρόκειται δε για βιβλία που καλύπτουν ευρύ φάσμα θεμάτων ,από το μάρκετινγκ μέχρι φιλοσοφία και ταξιδιωτικές εμπειρίες
Το τελευταίο πόνημά του έχει τίτλο «Η Πάτρα που έζησα, 1936-1954». Συμβαίνει όμως στην ίδια Πάτρα να έχω ζήσει και εγώ αλλά από το 1941 και μετά. Θυμάμαι έτσι τους περισσότερους από τους «παράξενους» τύπους που περιγράφει ο Κουρμούσης, όπως τον Μονοκρούσο, τον Ξανάλατο, τον Συμεών και άλλους. Προφανώς δε ο συγγραφέας δεν πρόλαβε τον «κατά τα έργα σου», τον «καροτσάκια» και τον «νερουλά». Γραφικές φιγούρες που όταν κυκλοφορούσαν η καζούρα πήγαινε σύννεφο
Επίσης, δεν θυμάται, πέρα από τα ταβερνεία που περιγράφει, αυτά του «Σπάθακα», του «Σκοπολίθρα» του Σπυρόπουλου, του Μπότσαρη και του Σκαλίντζου. Ταβερνεία στα οποία κάποιες φορές ο θαμώνας έφερνε το μεζέ και ο ταβερνιάρης έβαζε το κρασί. Στου Σκοπολίθρα θυμάμαι στα 16 μου χρόνια να έχω δοκιμάσει την πρώτη πατρινιά μαυροδάφνη, με ένα κομμάτι καρυδόπιτα να την συνοδεύει.. Απίθανη εμπειρία...Και είχε πολλές τέτοιες τότε η Πάτρα.
Νοσταλγικά και χαριτωμένα ο Γιώργος Κουρμούσης περιγράφει μια πόλη γεμάτη αρχοντιά και μπόλικο κέφι την εποχή εκείνη, όπου μέλημα πολλών κατοίκων της ήταν το πώς θα κάνουν πλάκα. Στις παρέες το γέλιο και το καλαμπούρι πήγαιναν σύννεφο και στο γήπεδο, όταν έπαιζε η Παναχαϊκή με τον Απόλλωνα, ο ένας δούλευε τον άλλο σύμφωνα με την πορεία του σκορ. Αυτά δεν υπάρχουν πια. Ο χουλιγκανισμός τα έχει ισοπεδώσει. Όπως και η γενικότερη πολιτική αδιαφορία έχει κυριολεκτικά διαλύσει μια περιοχή, την Αχαΐα και μια πόλη, την Πάτρα, από τις οποίες ξεκίνησε η ελληνική αναγέννηση μετά το 1821.
Εμμέσως δε πλην σαφώς, ο Γιώργος Κουρμούσης, αυτή την ατμόσφαιρα με απλά αλλά ζεστά λόγια, που πάνε στην καρδιά, την περιγράφει στο βιβλίο του. Ένα μικρό βιβλίο που μεταφέρει στο σήμερα την αναπνοή. του χθες και μας δείχνει το πόσο οι καιροί αλλάζουν.
Τώρα πια», καταλήγει ο συγγραφέας, «σπάνια πηγαίνω στην Πάτρα. Άλλωστε δεν έχω και τίποτα σημαντικό να κάνω εκεί. Όλοι οι καλοί μου φίλοι και συμμαθητές δεν ζουν πια και όσοι γνωστοί υπάρχουν, δεν βρίσκονται εύκολα. Αλλά και όλα έχουν αλλάξει στην Πάτρα, γιατί η πόλη δεν είναι πια εκείνη που εγώ έζησα.
Δύσκολα και επικίνδυνα τα περισσότερα χρόνια εκείνης της εποχής που αναφέρθηκα. Και όμως πάντα τα νοσταλγώ έντονα. Γιατί εγώ και η γενιά μου, εκτός των άλλων, είχαμε την τύχη (ή την ατυχία) να ζήσουμε την ελευθερία της αλάνας, της εξοχής και του άπλετου χώρου. Μπορούσαμε να διασκεδάζουμε με τον εισβολέα εχθρό, χωρίς να είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τον κίνδυνο. Να παίζουμε με άνεση βόλους, ξυλίκι, πετροπόλεμο στους χωματένιους δρόμους της πόλης. Να φτιάχνουμε μόνοι μας τα «κουτσούνια» του Καραγκιόζη, που παίζαμε πίσω από τον μπερντέ τον φωτισμένο με κεριά και λυχνάρια, αλλά και τον χαρταετό, που διαγωνιζόμασταν ποιος θα τον στείλει πιο ψηλά. Να ιδρώνουμε και να λαχανιάζουμε σκαρφαλώνοντας σε μάντρες, δέντρα, κολώνες, κλπ. και να ανεβοκατεβαίνουμε τα 94 σκαλοπάτια της Πατρέως χωρίς να παίρνουμε ανάσα. Να σπάμε κεφάλια, χέρια και πόδια στον πετροπόλεμο και στους τσακωμούς μεταξύ μας. Το επικίνδυνο και το ριψοκίνδυνο τότε ήταν για μας απλή και συνηθισμένη καθημερινότητα, γιατί απλούστατα είχαμε άγνοια κάθε κινδύνου. Ωστόσο, δεν υπήρξαμε ήρωες, γιατί ο πραγματικός ήρωας εκτιμά, υπολογίζει και φοβάται τον κίνδυνο. Πραγματικοί ήρωες ΄και αγωνιστές αναδείχτηκαν μερικοί από τη γενιά μου στη μετέπειτα επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Όλο αυτό το διάστημα, που έγραφα το βιβλίο αυτό για τα παιδικά μου χρόνια στην Πάτρα, ένιωσα πάλι για λίγο σαν παιδί. Αμέριμνο, ατίθασο, γερό, δυνατό και ορμητικό, χωρίς αναστολές, προβλήματα, δυσκολίες και άλλες σκοτούρες. Αλλά όταν το τελείωσα, ξανάγινα πάλι εκείνο το αδύναμο, άτολμο, ανασφαλές και ασήμαντο γεροντάκι που είμαι σήμερα».
Και όμως, δεν είσαι όπως νομίζεις φίλε Γιώργο.