του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η κατάσταση στην ελληνική αγορά είναι εκρηκτική. Η ρευστότητα βρίσκεται στο ναδίρ, η ζήτηση πέφτει συνεχώς και οι επισφάλειες ανεβαίνουν. Το τραπεζικό σύστημα αδυνατεί να χρηματοδοτήσει τις επιχειρήσεις, η ανεργία ανεβαίνει και το πολιτικό σύστημα παραπαίει.
Πέρα λοιπόν από τα πετρέλαια και τα χρυσοφόρα κοιτάσματα που κάποιοι ονειρεύονται, η οικονομία έχει ανάγκη από ρευστότητα εδώ και τώρα. Και αυτήν μόνον οι καθυβρισμένοι δανειστές μας μπορούν να μάς προσφέρουν, έχοντας δώσει μέχρι σήμερα 240 δισεκατ. ευρώ σε 28 μήνες, ήτοι 8,6 δισεκατ. ευρώ τον μήνα, με το χαμηλότερο δυνατό επιτόκιο. Αυτό, όμως, ενοχλεί κάποιους νάρκισσους οικονομολόγους. Από την άλλη μεριά, η διαπλοκή έχει βγάλει άφθονο χρήμα στο εξωτερικό και οι υπηρέτες της περιμένουν ότι με αυτό θα επαναθησαυρίσουν. Τόσο καταλαβαίνουν… Έχουν όμως δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις τράπεζες, που βλέπουν τις καταθέσεις να έχουν πέσει στα 156 δισεκατ. ευρώ, από 237 δισεκατ. που ήταν στις αρχές του 2010.
Έτσι, η μεγάλη μείωση των καταθέσεων και η μεγάλη στενότητα ρευστότητας (παρά την σημαντική χρηματοδοτική ενίσχυση που παρέχεται από την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος –ΤτΕ), σε συνδυασμό με την ταχεία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων που προκύπτουν λόγω της εμβάθυνσης της ύφεσης στην οικονομία, έχουν επηρεάσει αναπόφευκτα και την δυνατότητα των τραπεζών να συνεχίσουν την πιστωτική τους επέκταση, στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από την δημοσιονομική εκτροπή του 2009 και την κρίση δημοσίου χρέους στην Ελλάδα το 2010.
Όπως επισημαίνει η τελευταία ενημέρωση της Alpha Bank, αυτή ακριβώς την δραστικά περιορισμένη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτούν τον ιδιωτικό τομέα αντικατοπτρίζουν οι έρευνες της ΤτΕ και άλλων οργανισμών, σύμφωνα με τις οποίες εκτός από την μειωμένη ζήτηση για δάνεια εκ μέρους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η πτώση της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών προσδιορίζεται επίσης και από παράγοντες προσφοράς δανείων. Ειδικότερα, οι έρευνες δείχνουν ότι και οι όροι της προσφοράς δανείων από τις τράπεζες έχουν γίνει πολύ περισσότερο αυστηροί, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια του 2012. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό των αιτήσεων για δανειοδότηση που πράγματι εγκρίνονται έχει μειωθεί σημαντικά στα τελευταία δύο χρόνια. Επίσης, ο περιορισμός της ρευστότητας των τραπεζών και η μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών αντικατοπτρίζεται από τα ευρήματα των ερευνών, σύμφωνα με τα οποία πολλές επιχειρήσεις θεωρούν ότι οι τράπεζες δεν ικανοποιούν το σύνολο των αναγκών τους για χρηματοδότηση, ενώ προβλήματα χρηματοδότησης φαίνεται να αντιμετωπίζουν ακόμη και εξαγωγικοί κλάδοι και επιχειρήσεις της χώρας.
Όλα αυτά, όμως, είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της μεγάλης μείωσης των καταθέσεων, αλλά και της δραστικής περικοπής των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών λόγω της συμμετοχής τους στην ανταλλαγή των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου που είχαν στην κατοχή τους, με απώλεια-διαγραφή άνω του 70% της αξίας αυτών των ομολόγων. Οι επιπτώσεις στην χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα ήταν πολύ μεγαλύτερες αν δεν υπήρχε η σημαντική χρηματοδοτική ενίσχυση από την ΕΚΤ και από την ΤτΕ –γεγονός που αποκρύπτεται από τους φορείς του λαϊκισμού και της ασυναρτησίας, οι οποίοι νομίζουν ότι θα εξαργυρώσουν πολιτικά την καταστροφολογία τους, εις βάρος βέβαια των αιωνίων αφελών…
ΠΟΙΑ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΤΕ…!
Μπορεί ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας να εκφράζει μία πολύ συγκρατημένη αισιοδοξία, πλην όμως η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών είναι εξαιρετικά εύθραυστη
Πέρα λοιπόν από τα πετρέλαια και τα χρυσοφόρα κοιτάσματα που κάποιοι ονειρεύονται, η οικονομία έχει ανάγκη από ρευστότητα εδώ και τώρα. Και αυτήν μόνον οι καθυβρισμένοι δανειστές μας μπορούν να μάς προσφέρουν, έχοντας δώσει μέχρι σήμερα 240 δισεκατ. ευρώ σε 28 μήνες, ήτοι 8,6 δισεκατ. ευρώ τον μήνα, με το χαμηλότερο δυνατό επιτόκιο. Αυτό, όμως, ενοχλεί κάποιους νάρκισσους οικονομολόγους.