Edition: International | Greek
MENU

Αρχική » Ανάλυση

Βία ανίκατε μάχαν;

«Με τη βία θα εξαφανίσουμε τη βία», λέει η εισαγγελέας στον κατηγορούμενο, που δικάζεται γιατί δίστασε να προβεί σε περισσότερες εκτελέσεις αντιπάλων από όσες είχε ήδη κάνει, κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφύλιου πολέμου μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, παραβαίνοντας τις εντολές που είχε λάβει…

Από: EBR - Δημοσίευση: Δευτέρα, 12 Απριλίου 2021

«Στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 έχουμε ζήσει δύο τουλάχιστον μεγάλους εμφύλιους σε κάθε αιώνα, αλλά και πολλούς άλλους μικρότερης εμβέλειας. Μοναδικό φαινόμενο στην ευρωπαϊκή ιστορία.»
«Στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 έχουμε ζήσει δύο τουλάχιστον μεγάλους εμφύλιους σε κάθε αιώνα, αλλά και πολλούς άλλους μικρότερης εμβέλειας. Μοναδικό φαινόμενο στην ευρωπαϊκή ιστορία.»

του Γιώργου Σταμάτη*

«Με τη βία θα εξαφανίσουμε τη βία», λέει η εισαγγελέας στον κατηγορούμενο, που δικάζεται γιατί δίστασε να προβεί σε περισσότερες εκτελέσεις αντιπάλων από όσες είχε ήδη κάνει, κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφύλιου πολέμου μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, παραβαίνοντας τις εντολές που είχε λάβει…

Η σκηνή αυτή αφορά το θεατρικό έργο «Μάουζερ» του Χ. Μύλλερ, από τον θίασο του Θ. Τερζόπουλου, μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις των τελευταίων ετών. Η ίδια αντίφαση εμπεριέχεται στην πολύ δημοφιλή άποψη ότι «η βία φέρνει βία». Ότι δηλαδή η προηγούμενη βία δικαιολογεί ή ακόμη και νομιμοποιεί την επόμενη βία. Ο ρόλος του θύματος δηλαδή που μετασχηματίζεται σε θύτη, εναλλάσσεται με το θύτη που μετατρέπεται σε θύμα…

Κι’ όμως, η βία μπορεί να μη φέρει βία!...

Η επιστήμη, ιδιαίτερα η Βιολογία, η Ψυχολογία και η Κοινωνιολογία ασχολείται σε βάθος με το θέμα της επιθετικότητας, στο οποίο εντάσσεται και η βία.

Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες θεωριών σχετικά με την προέλευση της επιθετικότητας, η μία δίνει έμφαση στις βιολογικές της ρίζες και η άλλη τονίζει τις κοινωνικές επιρροές.
Η βία, ως μια έκφραση της επιθετικότητας, στόχο έχει να εξουσιάσει, να κυριαρχήσει, να υποτάξει, να υποβιβάσει, να αποκλείσει τον άλλον.

Κι’ αυτό συνήθως γίνεται υποτιμώντας, απαξιώνοντας, εξευτελίζοντας, βασανίζοντας, κακοποιώντας, τραυματίζοντας σωματικά, ψυχικά και συναισθηματικά, δολοφονώντας...

Η ζωή είναι γεμάτη από καταστάσεις διαμάχης ή διαφοράς με τον άλλον. Αφορά συγκρούσεις καθηκόντων, ιδεών, στόχων, αξιών, ενδιαφερόντων, αλλά και συγκρούσεις συναισθηματικές, που αφορούν το σχετίζεσθαι με τους άλλους.

Το θέμα που τίθεται συνεπώς, είναι το κατά πόσον λύνουμε τις διαφορές μας με βία.

Η πλούσια επικαιρότητα σε φαινόμενα βίας, όπως η σεξουαλική βία, η αστυνομική βία και η εν ευρεία εννοία «πολιτική» βία, φέρνει για μία ακόμη φορά επιτακτικά στην επιφάνεια το θέμα της βίας.

Ας σκεφθούμε ότι στον 20ο αιώνα, το αποκορύφωμα δηλαδή της νεωτερικής εποχής που εκφράζει τον ορθολογισμό και την προσδοκία της ηθικής προόδου και της δικαιοσύνης, έχουν συμβεί τεράστιες ανθρωπιστικές καταστροφές και φρικαλεότητες, όπως δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, Γενοκτονίες, Ολοκαύτωμα, Ναζισμός, Σταλινισμός και πολλά άλλα, με τεράστιους αριθμούς χαμένων ανθρώπινων ζωών και κατεστραμμένων ανθρώπινων ψυχών.

Στο πλαίσιο του πολιτικού ρεαλισμού, από τον Μακιαβέλι, τον Χομπς και τον Χέγκελ, έτσι και ο Μαρξ θεώρησε τη βία ως μαμή της ιστορίας, ως τη μαμή δηλαδή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια καινούργια, ως ένα από τα καθοριστικά στοιχεία της ιστορικής και κοινωνικής εξέλιξης. Όχι βέβαια ως αυτοσκοπός, (όπου δεν υπάρχει χώρος για στοχασμό, σχετικά με τη νομιμότητα και την ηθική διάσταση των μέσων), αλλά κυρίως από τη σκοπιά της αποτελεσματικότητάς της.

Ο Φρόυντ είχε αναφέρει ότι «Ο πρώτος άνθρωπος που εκτόξευσε μια προσβολή αντί για μία πέτρα, ήταν ο θεμελιωτής του πολιτισμού».

Είναι στο χέρι μας λοιπόν, στη δική μας εποχή να επηρεάσουμε, καθένας μας στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του (και ακόμα περισσότερο στο χέρι των ηγετών μας), την πορεία των πραγμάτων με τη στάση που κρατάμε απέναντι στη βία.

Η ιδιαίτερη, μοναδική σίγουρα για τις τελευταίες γενιές, εποχή που ζούμε εν μέσω πανδημίας, γεωπολιτικών ανατροπών, κλιματικής αλλαγής, μετανεωτερικής εποχής, τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, κοκ, αποτελεί ένα πολύ ρευστό, αλλά και πολύ ενδιαφέρον και προκλητικό πεδίο για το θέμα της βίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η Ελληνική Περίπτωση

Η επέτειος των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, που αποτέλεσε την αφετηρία για το σύγχρονο ελληνικό οικοδόμημα, μέσα όμως και από πολλή «εμφύλια» βία, ας αποτελέσει την αφορμή να προβληματιστούμε και να στοχαστούμε …

Κάθε πολιτισμός, κάθε χώρα, διαμορφώνει κουλτούρα βασισμένη σε στερεότυπα στάσεων και συμπεριφορών, τα οποία ευτυχώς (πολύ αργά βέβαια) εξελίσσονται, ανεξάρτητα αν διατηρούν τον πυρήνα της ταυτότητάς τους. Πολλές επιστημονικές απόψεις, με τελευταίους εκφραστές της τον κοινωνικό βιολόγο Νικόλα Χρηστάκη και τον ιστορικό Ρούντγκερ Μπρέγκμαν, συγκλίνουν προς την άποψη ότι το ανθρώπινο είδος έχει την τάση να δημιουργεί μάλλον καλές κοινωνίες. Αυτό είναι το καλό νέο.

Ας αναλογισθούμε πώς ζούσαμε κάποιους αιώνες πριν και πώς ζούμε σήμερα. Οι διαφορές είναι εμφανείς. Παρ’ όλα αυτά, ζώντας στο παρόν, ζούμε στο πετσί μας τα φαινόμενα επιθετικότητας και βίας που μας θυμώνουν, μας φοβίζουν, μας απειλούν… Ποια είναι τελικά η εθνική μας «κουλτούρα» βίας και πώς αυτή έχει εξελιχθεί ως σήμερα;

Σίγουρα υπάρχουν πολλά επίπεδα βίας, διάχυτα στην κοινωνία. Η βία είναι πανταχού παρούσα, στην προσωπική μας ζωή, στην οικογένεια, στο σχολείο, στη δουλειά, στη γειτονιά. Είναι παρούσα στην κοινωνική ζωή και παρούσα στην πολιτική ζωή. Ας σταθούμε όμως στην τελευταία, γιατί αναδεικνύει με ενδεικτικό τρόπο το μοντέλο της «εθνικής» μας βίας.

Στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 έχουμε ζήσει δύο τουλάχιστον μεγάλους εμφύλιους σε κάθε αιώνα, αλλά και πολλούς άλλους μικρότερης εμβέλειας. Μοναδικό φαινόμενο στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ο τίτλος του βιβλίου του Γ. Δερτιλή, «Επτά Πόλεμοι, Τέσσερις Εμφύλιοι, Επτά Πτωχεύσεις», τα λέει όλα σε έξι λέξεις.

Βέβαια, όπως σωστά επιχειρηματολογεί ο Γ. Μαυροκορδάτος, στο δικό του βιβλίο «Εθνική Ολοκλήρωση και Διχόνοια – Η Ελληνική Περίπτωση», κάθε έθνος περνάει μέσα από μια διαδικασία που ονομάζεται εθνική ολοκλήρωση. Και αυτό γίνεται μέσα από σύγκρουση ιδεών και συμφερόντων, όταν δημιουργείται κάτι καινούργιο μετά την αλλαγή καθεστωτικού υποδείγματος ή την απελευθέρωση από «ξένο ζυγό» και την ενοποίησή του στο πλαίσιο ενός νέου, ανεξάρτητου κράτους. Αυτή η σύγκρουση οδηγεί νομοτελειακά σε εμφύλιους πολέμους. Σχεδόν κανένα νέο έθνος δεν το έχει αποφύγει.

Το περίφημο έργο του Δ. Βυζάντιου «Βαβυλωνία», περιγράφει με γλαφυρό τρόπο, το ευρύτερο πεδίο της ελληνικής περίπτωσης:

Κοινή ή ελληνική συνείδηση και κοινή η θρησκεία.

Αλλά και πόσες διαφορετικές τοπικές κουλτούρες, διάλεκτοι, ακόμα και γλώσσες και πόσοι Έλληνες εντός Ελλάδος και Έλληνες εκτός Ελλάδος…

Κάπως έτσι είδαμε κατά την επανάσταση να εμφανίζονται πάσης φύσεως διχασμοί, τοπικισμοί, συγκρούσεις ιδεών, συγκρούσεις συμφερόντων, συγκρούσεις για την εξουσία.

Γι’ αυτό είδαμε και ένα μοναδικό ίσως φαινόμενο στην παγκόσμια ιστορία: μια επανάσταση, ένα πόλεμο χωρίς αρχηγό. Αλλά με πολλούς εκ παραλλήλου και εν δυνάμει αρχηγούς!

Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας έγκειται επίσης στους γενεσιουργούς, θα λέγαμε, παράγοντες που αυξάνουν και συντηρούν τις αφορμές για εμφύλιες διαμάχες, όπως η γεωγραφική θέση, το πέρασμα μεταξύ τριών ηπείρων και πέντε θαλασσιών και το ηφαιστειογενές γεωλογικό υπόβαθρο που δημιούργησε ένα γεωφυσικό ανάγλυφο γεμάτο από γεωγραφικά «εμπόδια», όπως το ασυνεχές του εδάφους με πολλά ορεινά εμπόδια και πάρα πολλά, μικρά κυρίως, νησιά στη θάλασσα.

Οι κλήροι ήταν, συνεπώς, μικροί και ανεπαρκείς για τόσες απομονωμένες και απομακρυσμένες νησίδες οικισμών στη στεριά και σε μεγάλο αριθμό νησιών στη θάλασσα. Ο αγώνας για επιβίωση οδηγεί νομοτελειακά σε μακρόχρονη σύγκρουση και αντιπαλότητα, δημιουργώντας και αναπαράγοντας κουλτούρα σύγκρουσης και ανταγωνισμού.

Ευτυχώς βέβαια, τα ίδια γεωγραφικά και ιστορικά δεδομένα δημιουργούν παράλληλα μια τεράστια πολιτισμική ποικιλία, καθώς και μια μεγάλη αλληλεπίδραση με άλλους πολιτισμούς. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί ένα άλλο στοιχείο, που καθορίζει μια ιδιότυπη σχέση αγάπης-μίσους:

Το κατά τον Ηρόδοτο «ομόαιμον, ομόγλωσσον, ομότροπον και ομόθρησκον».

Η Αρχαία Ελλάδα προσέθεσε στις τόσες πρωτοπορίες της και την για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία δημιουργία εθνικής ταυτότητας.

Με άλλα λόγια, οι ίδιοι λόγοι που οδηγούν την ελληνική ιστορία σε μια αέναη εμφύλια διαμάχη ή έστω ανταγωνισμό και αντιπαλότητα, την ίδια στιγμή αποτελούν στοιχείο δημιουργίας και ανάπτυξης του θεμελιακού για τη Δύση Αρχαίου Πολιτισμού της.

Αποτελούν ευτυχώς επίσης τη βάση της μοναδικής σε ποικιλία φυσικής ομορφιάς, αρχιτεκτονικής, λαϊκής παράδοσης, μουσικής, ποίησης, διατροφικού πλούτου και τόσων άλλων πολιτισμικών στοιχείων, που συνδέονται και χαρακτηρίζουν τον προσαρμοστικό, συναισθηματικό και φιλότιμο (αλλά και επιπόλαιο, αψίκορο, παρορμητικό) «εθνικό» μας χαρακτήρα…

Εκτός όμως από τη θεμελιακή αυτή διάσταση, υπάρχουν και αρκετοί άλλοι λόγοι που συντηρούν ένα εμφύλιο διαγενεακό τραύμα. Τουλάχιστον στον 20ο αιώνα, είχαμε δύο μεγάλους εμφυλίους πολέμους, από το 1916 ως το 1949. Στην πραγματικότητα, ανεξάρτητα από τις πολεμικές συρράξεις και τις πάσης φύσεως βίαιες συγκρούσεις και τα συνεπακόλουθά τους (δολοφονίες, βασανιστήρια, φυλακίσεις, εκτοπίσεις, εξορίες, αποκλεισμούς κλπ.), ο εμφύλιος που ξεκίνησε το 1916 δεν τέλειωσε στην πραγματικότητα, παρά μόνο το 1974. Σχεδόν 60 χρόνια «εμφύλιας» ατμόσφαιρας. Δεν υπάρχει σπίτι, δεν υπάρχει οικογένεια στην Ελλάδα σε αυτά τα χρόνια, που να μην έχει κάποιο θύμα, κάποια τραυματική εμπειρία.

Δύο είναι μάλιστα οι αλληλένδετοι πυλώνες της εθνικής πολωτικής και συγκρουσιακής κουλτούρα μας:

1) Ο πρώτος πυλώνας έχει κτιστεί εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, για τους λόγους που αναλύθηκαν πριν και που αφορούν την ανάγκη επιβίωσης στο ευρύτερο φυσικό περιβάλλον.
2) Ο δεύτερος πυλώνας είναι το εμφύλιο διαγενεακό τραύμα, που ως και παρεπόμενο του προηγούμενου πυλώνα, αφορά τη σταδιακή ανάπτυξη ενός μοντέλου κουλτούρας του τύπου: «οι δικοί μας και οι άλλοι».

Δηλαδή, τοποθετούμαστε στα πράγματα όχι τόσο βάσει αρχών, αξιών και κατά κάποιον τρόπο «αντικειμενοποιώντας» τα κριτήρια, αλλά με βάση του σε ποια πλευρά ανήκουμε.

Αν ο αδικοπραγών είναι «δικός» μας, τον βλέπουμε, αν όχι με συμπάθεια, τουλάχιστον με ανοχή.

Θα λέγαμε ότι πολλές φορές δίπολα του τύπου «δεξιά-αριστερά», «συντηρητικοί-προοδευτικοί» κλπ. ίσως να είναι μάλλον ένα πρόσχημα, προκειμένου να αντιπαρατεθούμε. Έχουμε την τάση να είμαστε αυστηροί στην άλλη πλευρά (των άλλων) και επιεικείς στη δική μας (των δικών μας).

Το συμπέρασμα είναι ότι συχνά τοποθετούμαστε απέναντι στη βία «a la carte», ανάλογα με το ποιος την εκφράζει. Η πολιτική αντιπαράθεση δεν βασίζεται μόνο σε ιδεολογική, ηθική, λειτουργική ή «εξουσιαστική» βάση. Υπάρχει επίσης και ένα υποβόσκον συναισθηματικό στοιχείο, που εδράζεται σε αυτή την πολωτική-διχαστική κουλτούρα.

Ας έρθουμε όμως στη σημερινή εποχή. Συζητάμε πολύ για τον Εμφύλιο που έληξε, τυπικά μεν το 1949, ουσιαστικά και συμβολικά όμως με τη μεταπολίτευση το 1974. Δεν πρέπει όμως να δούμε τον Εμφύλιο του 1943-1949 απομονωμένα, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας το συνολικό ιστορικό πλαίσιο που προηγήθηκε, όπως:

• Ο προηγούμενος εμφύλιος βασιλικών-βενιζελικών.
• Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή
• Το προσφυγικό κύμα
• Η οικονομική καταστροφή και πτώχευση του 1930
• Τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα
• Η δικτατορία Μεταξά

Είναι δηλαδή σαν να υπάρχει μια συνέχεια από τον προηγούμενο Εμφύλιο. Ας σκεφθούμε παράλληλα και τα χαρακτηριστικά όλης αυτής της περιόδου, που μεγεθύνουν και αναπαράγουν την πόλωση, όπως:

• Μια παρατεταμένη, πολύχρονη πολιτική διαίρεση.
• Οι φρικαλεότητες και η βία απ’ όλες τις πλευρές.
• Οι εξαιρετικά σκληρές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες (Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Εξορίες, Καταπίεση, Χούντα κλπ.).

Παρά το γεγονός όμως αυτής της τρισχιλιετούς διχαστικής κουλτούρας, ίσως σήμερα τα πράγματα είναι καλύτερα απ’ ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν. Δηλαδή μπορεί να έχουμε αυτή την τάση για πόλωση, όμως από την μεταπολίτευση και μετά, μάλλον έχουμε περάσει –(μακάρι)– σε ένα πολωτικό και συγκρουσιακό μεν, αλλά όχι εμφυλιο-«πολεμικό» πλαίσιο. Ας μην ξεχνάμε και το «ταμπεραμέντο» μας, με εύκολες τις φωνές και τους καυγάδες…

Τα 47 χρόνια που έχουν περάσει από την μεταπολίτευση, θέλουν ακόμη μόνον 11 για να «ισοφαρίσουν» την προηγούμενη 58ετία (1916-1974), με βασική διαφορά ένα πλήρως αποδεκτό και θεσμικά παγιωμένο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.

Μερικοί από τους σημαντικότερους λόγους γι’ αυτή την πιο θετική εξέλιξη, αφορούν τα εξής δεδομένα:

1. Η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία έγινε με τη Δεξιά , την μέχρι τότε «νικήτρια» του εμφυλίου, να διαχωρίζει τον εαυτό της από τη χούντα και ως κυβέρνηση να αποκαθιστά εν τη πράξει την ισότιμη συμμετοχή στα κοινά και της αποκλεισμένης μέχρι τότε «ηττημένης» Αριστεράς .
2. Η νέα δημοκρατική τάξη ήρθε ως συνέπεια μιας μεγάλης εθνικής καταστροφής.
3. Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα και στο –όχι μόνο θεσμικά– δημοκρατικό ευρωπαϊκό πλαίσιο, που βασίζεται σε συγκεκριμένες αρχές και αξίες, σε επίπεδο πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, παρά τις όποιες αντιφάσεις στο πολιτικό πεδίο.
4. Η άνοδος του οικονομικού, κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου, χωρίς αποκλεισμούς και πολίτες β’ κατηγορίας.
5. Η άνοδος στην εξουσία πολιτικών παρατάξεων από την πλευρά της αριστεράς (κάτι αδύνατον προδικτατορικά), ή και η σύμπραξη μεταξύ των δύο πλευρών, όπως η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και Ενωμένης Αριστεράς, η η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητων Ελλήνων.
6. Ο αναστοχασμός των ίδιων των πολιτικών παρατάξεων, που ενίσχυσε το μετασχηματισμό τους προς μια σκληρή ίσως, αλλά σίγουρα εντός δημοκρατικού πλαισίου, αντιπαράθεση.
7. Το καθοριστικό γεγονός της πτώσης των κομμουνιστικών καθεστώτων, που έφερε τέλος στον υπερεθνικό χαρακτήρα των διεθνών ιδεολογικών συνασπισμών (Ανατολή-Δύση), μειώνοντας κατά συνέπεια και το «βάρος» της κληρονομιάς των ιδεολογικοπολιτικών ταυτοτήτων.
8. Ένα τελευταίο στοιχείο αποτελεί και η «μετάγγιση» από την Ευρωπαϊκή Ένωση μιας πολιτικής κουλτούρας, που χαρακτηρίζεται από διάλογο και συμβιβασμούς . Εδώ, θα πρέπει να προστεθεί και ο μεγάλος αριθμός Ελλήνων που ζει στην Ευρώπη και ενισχύει αυτό το πνεύμα.

Το Μεταπολιτευτικό Πλαίσιο Πολιτικής Βίας.

Το μεταπολιτευτικό πλαίσιο της πολιτικής βίας υψηλής έντασης, θα μπορούσε να διακριθεί σε τρεις φάσεις:

Η πρώτη φάση (1974-2002), εκφράζεται κυρίως από την εγκληματική δράση της «17 Νοέμβρη» και ολοκληρώνεται με τη σύλληψή της το 2002. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός αυτής της περιόδου αφορά τη δολοφονία Τεμπονέρα, το 1991, κατά τη διάρκεια των αντιδράσεων για το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο. Σε ταραχές που είχαν προκληθεί λόγω της δολοφονίας, σημειώθηκε εμπρησμός στα καταστήματα Κ. Μαρούσης, με τρεις νεκρούς.

Η δεύτερη φάση (2002-2010), που διαρκεί μέχρι την εποχή των Μνημονίων, χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από τα δραματικά γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008, λόγω της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Κλιμακώνονται παράλληλα και βομβιστικές ενέργειες ή ληστείες τραπεζών. Από τότε αρχίζει να εμφανίζεται και το φαινόμενο των επονομαζόμενων «μπαχαλάκηδων» ώστε να αποτελεί πολύ συχνό γεγονός ο «κλεφτοπόλεμος» μεταξύ αντιεξουσιαστών και ΜΑΤ.

Η τρίτη περίοδος, που φτάνει μέχρι σήμερα, ξεκινά από την εποχή των Μνημονίων το 2010. Δύο μεγάλης έκτασης ταραχές ξεσπούν στην Αθήνα. Στην πρώτη έχουμε τον εμπρησμό της MARFIN με τρία θύματα και στη δεύτερη τον εμπρησμό μεγάλου αριθμού κτιρίων στην Αθήνα. Δύο ακόμα περιπτώσεις, αφορούν τη δολοφονία του Γ. Βασιλάκη, υπασπιστή του τότε Υπουργού Δημόσιας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, με επιστολή-βόμβα και την απόπειρα δολοφονίας πάλι με επιστολή- βόμβα του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου.

Σε αυτή την περίοδο ογκώνεται και κλιμακώνεται η δράση της Χρυσής Αυγής, με ρατσιστικό και νεοναζιστικό χαρακτήρα, που χαρακτηρίζεται από σωρεία εγκληματικών ενεργειών εις βάρος κυρίως μεταναστών και κορυφώνεται με τη δολοφονία του Π. Φύσσα.

Τα παραπάνω αφορούν φαινόμενα υψηλής βίας, που αποτελούν την εξαίρεση. Φαινόμενα όμως βίας χαμηλής έντασης, ιδιαίτερα από την έναρξη των Μνημονίων και μετά, κλιμακώνονται σχεδόν σε καθημερινή βάση σε επίπεδο καταλήψεων, καταστροφών σε κτίρια, μνημεία ή καταστήματα, βομβιστικών επιθέσεων μικρής εμβέλειας (ΑΤΜ τραπεζών, κυβερνητικά κτίρια ή γραφεία πολιτικών προσώπων) και διαδηλώσεων με δυναμικό χαρακτήρα.

Η χαμηλής έντασης βία, σκόπιμα ή όχι, έχει ως «πολιτικό» αποτέλεσμα το να εκθέτει τις κυβερνήσεις ως αναποτελεσματικές, τόσο προς το κομμάτι της κοινωνίας, που τοποθετείται από την κεντροδεξιά προς τη δεξιά, όσο και ως καταπιεστικές προς την άλλη πλευρά, που τοποθετείται από την κεντροαριστερά προς την αριστερά, καθώς αγγίζουν τραύματα του παρελθόντος.

Παρόλα αυτά, αν και η κουλτούρα πόλωσης και πιθανόν ανοχής της βίας παραμένει, τα πράγματα είναι καλύτερα, σε σύγκριση με την προμεταπολιτευτική περίοδο. Σίγουρα, το συγκρουσιακό και διχαστικό κλίμα παραμένει και ως ιστορική παρακαταθήκη των παλαιών φέουδων, που πλέον εκφράζονται από το σύγχρονο «φεουδαλισμό», που αποτελείται από: κομματικές παρατάξεις, δημόσια διοίκηση, συνδικαλιστές, συντεχνίες, ΜΜΕ, μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, θεσμούς (π.χ. Εκκλησία), προσοδοθηρικές ομάδες, κλπ.

Παρά τις δύο μεγάλες αφορμές για πολύ σκληρότερο διχασμό, δηλαδή τα δίπολα «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο» και «ΝΑΙ – ΟΧΙ» του Δημοψηφίσματος, δεν είχαν ευτυχώς ως αποτέλεσμα αντίστοιχους τραυματισμούς, όπως στο παρελθόν. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η διχαστική εμπειρία του Δημοψηφίσματος έχει σχεδόν ξεχαστεί. Ίσως γιατί δεν κατέληξε σε ιστορικό «ατύχημα». Ίσως και γιατί η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού που δεν ήθελε μεν την έξοδο από την Ευρώπη , εκτόνωσε δε δια του ΟΧΙ τα αισθήματα αδικίας και θυμού, που είχαν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου…

Σήμερα όμως, θα πρέπει να μας απασχολήσει το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες ηλικίες, σχετικές έρευνες αναδεικνύουν το γεγονός ότι 6 στους 10, στις ηλικίες 17 μέχρι 39, πιστεύουν ότι η χώρα πάει σε λάθος κατεύθυνση. Οι νεότερες γενιές, στα χρόνια της κρίσης συνειδητοποίησαν ότι μεγάλο μέρος του εισοδήματος των γονιών τους, δεν έχει βγει από δουλειά, αλλά είτε είναι κληρονομημένο, είτε έχει βγει προσοδοθηρικά.

Αισθάνονται επίσης ότι είναι αποκλεισμένοι σε πολλά επίπεδα, πόσο μάλλον σήμερα, λόγω της πανδημίας. Είναι σαφές ότι το πολιτικό σύστημα, με κεκτημένη ταχύτητα φροντίζει την σίγουρη πελατεία του, που ό,τι κι αν ψηφίζει, πάει να ψηφίσει. Δεν ασχολείται όμως ουσιαστικά με τους νέους, που επιλέγουν σε μεγάλο βαθμό εν τέλει την εκλογική αποχή. Ένα μεγάλο μέρος των νέων ανθρώπων αισθάνεται συνεπώς άστεγο πολιτικά. Αν η αποξένωση έρθει οριστικά, τότε τα πράγματα δεν θα πάνε καθόλου καλά, ιδιαίτερα όσον αφορά την πολιτική (και όχι μόνο) βία.

Απ’ ό,τι φαίνεται επίσης, από την έκρηξη για τον Γρηγορόπουλο και μετά, αρχίζει να ριζοσπαστικοποιείται ένα μικρό, αλλά όχι ευκαταφρόνητο μέρος της νεολαίας.

Το πρόσφατο «ενδιαφέρον» για τον Κουφοντίνα μάλιστα, ίσως αφορά και το γεγονός ότι εκφράζει «ό,τι πιο ριζοσπαστικό» υπάρχει σήμερα στα μάτια αυτών των παιδιών.

Σίγουρα αυτό αφορά μια μικρή μειοψηφία.

Σε μια πολωτική κουλτούρα όμως, με ποιον θα συνταχθούν περισσότερο αρκετοί νέοι; Ίσως όχι τόσο με τους εκφραστές ακραίων συμπεριφορών, σίγουρα όμως κατά του «κατεστημένου», που συμβολικά ταυτίζεται με την όποια αστυνομική βία (νόμιμη η παράνομη, υπέρμετρη η συμβατική).

Ας μην αγνοούμε επίσης το πόσο ενισχύεται μια κουλτούρα πόλωσης μέσα από το «γενναίο νέο κόσμο του διαδικτύου», που ψαρεύει ακατάπαυστα οπαδούς της βίας.

Και φυσικά στο παζλ της νεανικής βίας θα πρέπει να προστεθεί και εκείνο το τμήμα της νεολαίας, που έχει οπαδικό πρόσημο. Και εδώ αναφερόμαστε στους φανατικούς οπαδούς αθλητικών ομάδων, τους χούλιγκανς.

Σε τέτοια φαινόμενα, ο ρόλος θύματος και θύτη μπλέκεται. Αν οι αναστολές έχουν μειωθεί και η έξις της βίας, που κατά τον Αριστοτέλη έχει γίνει δευτέρα φύσις, έτσι και η συμμετοχή στην όποια ομάδα ανήκουν οι νέοι (πολιτική, κοινωνική ή αθλητική, ακόμη και θεσμική, αστυνομική δηλαδή) αυξάνει το αίσθημα του κοινού σκοπού και της ισχύος.

Αν, επίσης, το πολιτισμικό περιβάλλον είναι ανεκτικό στη φυσική βία, ή αν βλάπτοντας το θύμα, ο θύτης πιστεύει ότι υπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό, τότε εύκολα ξεπερνιούνται τα όρια.

Και το γεγονός ότι αστυνομικοί ασκούν υπέρμετρη βία, είναι θέμα που επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί. Σίγουρα, αν και η πολιτική αντιπαράθεση δεν βοηθά σε κάτι τέτοιο, η πολιτική βούληση, η θεσμική συνέπεια, η κατάλληλη εκπαίδευση και οι αποτελεσματικοί μηχανισμοί αποτελούν τη μόνη εφικτή λύση, φτάνει να υπάρχει πολιτική βούληση.

Όταν συνεπώς ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας , και όχι μόνον, έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη σε κανόνες και θεσμούς μιας ασφαλούς κοινωνίας και κοινωνικής συμβίωσης, τότε αντιμετωπίζουμε ένα φαινόμενο με πολύ χαμηλό έως ανύπαρκτο «κοινωνικό» κεφάλαιο.

Απ’ ό,τι φαίνεται από πολλές έρευνες, ο τομέας της εμπιστοσύνης είναι η αχίλλειος πτέρνα της Ελληνικής Ιστορίας και μια από τις βασικές αιτίες για πολλά δεινά μας και ιδιαίτερα της διχαστικής κουλτούρας μας. Μια έλλειψη εμπιστοσύνης, διαχρονική και διαγενεακή: Όχι μόνον προς πολιτικούς και διοικητικούς θεσμούς, αλλά και προς τους συνανθρώπους μας.

Πως αντιμετωπίζουμε λοιπόν το φαινόμενο;

Έχουν εκφραστεί (και εν τη πράξει) απόψεις ότι τα Πανεπιστήμια, οι Καταλήψεις, η και τα Εξάρχεια ως συμβολικοί χώροι και η ανοχή στη βία χαμηλής έντασης, αποτελούν βαλβίδες εκτόνωσης.
Ανεξάρτητα αν εκφράσεις βίας όπως οι παραπάνω δεν συνάδουν σε μια «ευνομούμενη» κοινωνία, δεν παύουν να αποτελούν μια πραγματικότητα.

Γι’ αυτό και τίθεται το ερώτημα, τι μέλλει γενέσθαι, αν «αφαιρεθούν» αυτές οι δυνατότητες εκτόνωσης; Η απάντηση δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε μονοσήμαντη. Θα έπρεπε να προβληματίσει πολύ σοβαρά την πολιτική τάξη, που συνήθως αρκείται σε προσχηματικές, στερεότυπες, μονολιθικές, διχαστικές και επιφανειακές απαντήσεις…

Η ιδανική απάντηση βέβαια αφορά τη δυνατότητα κατανόησης του προβλήματος και δημιουργίας προϋποθέσεων για μια ζωή που θα προσφέρει ουσία και νόημα στους νέους ανθρώπους.
Κι αυτό αφορά όλους μας, στο μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί, κάτι που ξεκινά από την οικογένεια.

Θα αναφέρουμε τρεις είναι κομβικούς παράγοντες:

Πρώτον: Τι μαθαίνουμε στο σπίτι μας.
Δεύτερον: Τι μαθαίνουμε στην εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες της και ιδιαίτερα στο παραγνωρισμένο και αγνοημένο επίπεδο της προσχολικής αγωγής.
Τρίτον: Τις ευκαιρίες, τα κίνητρα και τις δυνατότητες που παρέχονται για μία δημιουργική και παραγωγική επαγγελματική ζωή.

Τι κάνουμε λοιπόν για τα νέα παιδιά; Τι παράδειγμα δίνουμε; Τι ευθύνη παίρνουμε; Όλοι όμως, όχι μόνον οι θεσμικοί και πολιτικοί παράγοντες.

Ανεπαρκής Παιδεία, Πολιτική Σπέκουλα και Προσοδοθηρία, αποτελούν διαχρονικούς παράγοντες που συνεπικουρούνται από τις απρόβλεπτες συνθήκες κάθε εποχής.

Οι πατεράδες μας έζησαν πολέμους, κατοχή, καταστροφές,.

Εμείς, οικονομική κρίση και τώρα πανδημία. Αυτή είναι μια πραγματικότητα.

Ευτυχώς όμως, δεν υπάρχει μόνο αυτή. Το ευρύτερο πεδίο της ζωής έχει και ευκαιρίες, που μπορούν να οδηγήσουν σε μια πιο αισιόδοξη οπτική.

Μία από αυτές, αφορά το ελληνικό me too (την ανάδειξη των φαινομένων βίας και κακοποίησης κατά των γυναικών), που ξεκίνησε από τη θαρραλέα πρωτοβουλία της Σοφίας Μπεκατώρου και «άνοιξε» το ευρύτερο θέμα της κακοποίησης σε ένα γενικότερο πλαίσιο.

Ευχή και ελπίδα, το θέμα αυτό να μη μείνει μόνο ως ένα πυροτέχνημα της επικαιρότητας, αλλά να δημιουργήσει ρήγμα στη σιωπή και τη ντροπή, ώστε να αρχίσει να αναδύεται ένα νέο «υπόδειγμα» σεβασμού και προστασίας.

Και δεν είναι λίγα αυτά που πρέπει να γίνουν. Από τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, την κινητοποίηση της πολύ αδύναμης, δυστυχώς, κοινωνίας των πολιτών, την υπεύθυνη (και όχι σκανδαλοθηρική) υποστήριξη από τα ΜΜΕ, και αυτονόητα από τον θεσμικό εκσυγχρονισμό σε επίπεδο πρόληψης και προστασίας.

Θα φανεί λίγο παράξενο να προστεθεί εδώ ως ένας ακόμη παράγοντας, μικρής έστω, αισιοδοξίας, η επέτειος των 200 χρόνων από το 1821. Γιατί το αναφέρουμε; Γιατί τα ορόσημα και οι συμβολισμοί αποτελούν ευκαιρίες και αφορμές για την οικοδόμηση νέων υποδειγμάτων. Και αυτό που βλέπουμε φέτος, αφήνει μια χαραμάδα αισιοδοξίας. Βλέπουμε μια τάση για μεγαλύτερη αυτογνωσία, τόσο για τα λάθη και για τις αδυναμίες μας, όσο και για τα πολύ σημαντικά, που έχουμε πετύχει ως χώρα. Βλέπουμε δηλαδή μια τάση για εμβάθυνση και ουσία, παρά για στερεοτυπικές και άνευ νοήματος και ενδιαφέροντος πλέον πανηγυρικές εκδηλώσεις. Βλέπουμε ακόμη μια τάση αποδοχής του ποιοι είμαστε, του τι θα πρέπει να αλλάξουμε, αλλά και τι είμαστε ικανοί να κάνουμε. Βλέπουμε, τέλος, μια τάση εξωστρέφειας, χωρίς αυτοαναφορικότητα, αλλά με αίσθημα αναγνώρισης και των δικών μας ευθυνών.

Ένας επιπλέον παράγων βίας τέλος, που δεν έχει μελετηθεί όσο θα έπρεπε, αφορά το θέμα της ανισότητας. Ποιας ανισότητας όμως και σε ποιο επίπεδο;

Μιλάμε για την ανισότητα που ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας τη θεωρεί αφόρητη, όχι επειδή κάποιος είναι πλούσιος ή ευνοημένος από τη φύση, από κληρονομιά ή από προσπάθεια, αλλά γιατί χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, αξία ή προσόντα, ευνοείται από το «σύστημα», είτε μέσω ανήθικων συναλλαγών, είτε μέσω πολιτικής υποστήριξης, είτε μέσω προσοδοθηρίας.

Τότε προκαλείται πικρία, αίσθημα αδικίας, αδυναμίας και κατωτερότητας, σε μεγάλα ή μικρότερα τμήματα της κοινωνίας. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία η καλή λειτουργία των θεσμών, όσο και η αξιοκρατία.

Ατομική και συλλογική στάση απέναντι στη βία

«Αν ένα παιδί ζει στην κριτική, μαθαίνει να καταδικάζει.
Αν ένα παιδί ζει στην εχθρότητα, μαθαίνει να τσακώνεται.
Αν ένα παιδί ζει με αποδοχή και φιλία, μαθαίνει να βρίσκει
αγάπη στον κόσμο»

Αυτοί οι στίχοι της Ντόροθυ Λω Νόλτε, μάλλον τα λένε όλα!

Ας μην ξεχνάμε λοιπόν τη μεγάλη σημασία που έχει η φροντίδα στην ανάπτυξη και συγκρότηση της προσωπικότητας των βρεφών και των μικρών παιδιών, ώστε να εξαλειφθεί ο κίνδυνος να εμφανίζεται βίαια μια καταστροφικότητα χωρίς νόημα, κάτι που αναδεικνύει με τη θεωρία του ο ψυχολόγος Ντόναλντ Ουΐνικοτ.

Κι όπως λέει ο Νίκος Γκάτσος, στο ποίημά του που μελοποίησε ο Μάνος Χατζηδάκης:

«Νικημένο μου ξεφτέρι, δεν αλλάζουν καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι, πάντα ο κόσμος προχωρεί.
Καληνύχτα Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ»

Μήπως, όμως, μπορεί να αλλάξει, έστω λίγο-λίγο, έστω σιγά-σιγά, έστω τόσο-όσο…;

Η βία όμως έχει πολλές όψεις. Μια από αυτές αφορά το τρόπο της να σαγηνεύει. Όπως είδαμε πρόσφατα με αφορμή τα περιστατικά κακοποίησης στον αθλητικό και στον καλλιτεχνικό χώρο, το ενδιαφέρον του κοινού στρέφεται περισσότερο προς το θύτη παρά προς το θύμα. Έστω και με ανθρωποφαγική διάθεση (που και αυτή περιέχει βία).

Το ενδιαφέρον για τους θύτες λοιπόν (ποιος, πώς, πότε, κλπ.) κυριάρχησε, αφήνοντας πίσω το ενδιαφέρον για τα θύματα. Για τα μεγάλα τους τραύματα, τη ντροπή τους, την έλλειψη κατανόησης, τη ματαιότητα και αδυναμία να υποστηρίξουν τον εαυτό τους, τις ανάγκες τους για υποστήριξη και θεραπεία… Αλλά και για ένα πλαίσιο ενημέρωσης, εκπαίδευσης, προστασίας, ακόμη και δικαιοσύνης.

Αυτό που ονομάζεται φαινόμενο της «κλειδαρότρυπας», έμοιαζε να κυριαρχεί. Λες και το θέμα είχε μια ιδιαίτερη σαγήνη. Λες και η περιέργεια να μάθουμε με λεπτομέρεια ποιος το έκανε, πως το έκανε, πότε το έκανε αποτελούσε το κυρίαρχο κίνητρο μας. Σίγουρα παίζει ρόλο ο τρόπος παρουσίασης από τα περισσότερα ΜΜΕ, η δική μας ευθύνη, η δική μας επιλογή όμως ποια είναι;

Αν ο καθένας μας πάψει να νοιάζεται περισσότερο για το θύτη και αρχίσει να νοιάζεται, να καταλαβαίνει, να στέκεται περισσότερο δίπλα στο θύμα, τότε τα πράγματα θα έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Και αυτό το ονομάζουμε, όχι μόνον υποχρέωση, καθήκον, υποστήριξη, συμπόνια, αλλά πολύ απλά ενσυναίσθηση. Όσο περισσότερο μπορεί να απλωθεί το νόημα αυτής της λέξης στην κοινωνία, τόσο περισσότερο θα μπορούμε να πούμε στον Κεμάλ: «Ναι, ο κόσμος αυτός μπορεί να αλλάξει. Έστω και λίγο!»

Και εδώ ο ρόλος της ηγεσίας μπορεί να είναι καταλυτικός, ανάλογα με τη στάση που μπορεί να κρατήσει (σε όλα της τα επίπεδα, στην πολιτική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή) απέναντι στη βία.

Τότε, όπως γίνεται στον «ενάρετο κύκλο» των μεγάλων μεταρρυθμίσεων, όπου το όραμα της ηγεσίας προηγείται και αν έχει μάλιστα την τύχη να συμπίπτει με το πνεύμα της εποχής, μπορεί να δώσει νόημα στην κοινωνία, προωθώντας μέσα από συμβολισμούς και αποτελεσματικούς μηχανισμούς, ένα νέο υπόδειγμα.

Θα ήταν κρίμα τα παραδείγματα του Γκάντι και του Μαντέλα, ακόμη και αυτό της δημιουργίας της Ενωμένης Ευρώπης (μιας ηπείρου που θα έπρεπε να λέγεται «η αιματοβαμμένη ήπειρος», με τις ατελείωτες καταστροφικές συγκρούσεις αιώνων), να πάνε χαμένα.

Ίσως τώρα, μετά την οικονομική κρίση και την πανδημία, σε μια εποχή που το εθνικό συναίσθημα, με αφορμή και τα 200 χρόνια από το 1821, δείχνει να ταυτίζεται με την ανάγκη για ένα νέο πιο αισιόδοξο υπόδειγμα, να είναι εφικτή η ανάδειξη και μιας νέας πίστης, που να περιλαμβάνει και να σέβεται το διαφορετικό.

Και αυτή η στάση, θα πρέπει να συμπορεύεται με ενημέρωση και εκπαίδευση, σε κοινωνικό και οικογενειακό επίπεδο, αλλά και θεσμική θωράκιση, όσον αφορά την πρόληψη, προστασία και ασφάλεια των μελών της κοινωνίας από την πάσης φύσεως βία.

Βία, που προκαλεί τραύματα, τραύματα βαθιά και μη ορατά. Βία με ονοματεπώνυμο, όπως: παιδική, λεκτική, σωματική, σεξουαλική, διεμφυλική, συναισθηματική, ψυχολογική κακοποίηση, καθώς και σωματική παραμέληση και κοινωνικός αποκλεισμός.

Μία Νέα Προοπτική

Ο άνθρωπος έχει μια εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής στις συνθήκες της ζωής. Αν δεν κατάφερνε να βρίσκει τις καλύτερες δυνατές και εφικτές λύσεις, θα περπατούσαμε ακόμα με τα τέσσερα στα δάση. Κι όμως, ο πολιτισμός προχωράει.

Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, καθώς είμαστε η πρώτη γενιά που ζει σε μια απόλυτα παγκοσμιοποιμένη κοινωνία, με ταχύτερες όσο ποτέ μεταβολές, μπορεί να αρχίζει να οικοδομείται λίγο-λίγο, βήμα-βήμα, με πισωγυρίσματα και άλματα, μια νέα προοπτική, όσον αφορά τη βία στη ζωή μας.

Από τη μία αισθανόμαστε στριμωγμένοι από δυνάμεις και εξελίξεις, πάνω στις οποίες η προηγούμενη παντοδυναμία μας αποδεικνύεται ανύπαρκτη, όπως τώρα, από έναν τόσο δα απειροελάχιστο ιό! Κι όμως, προχωράμε, η επιστήμη βρίσκει λύσεις και το φαινόμενο της αλληλεγγύης, παρά τις όποιες αντιστάσεις, μάλλον επικρατεί. Θέματα που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον, παρά τις τεράστιες αντιστάσεις και εκεί, παραμένουν ζωντανά, έχοντας μεγαλώσει μάλιστα τη θέληση των υποστηρικτών τους.

Τα πράγματα ποτέ δεν είναι εύκολα. Συχνά είναι και αντιφατικά. Έχουμε σκεφθεί πόση βία ασκούν αρκετές φορές ακόμη και οι ίδιοι οι αγωνιστές κατά της βίας και του αποκλεισμού, αλλά και οι υποστηρικτές της πολιτικής ορθότητας;

Είναι φυσικό να συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα στην πορεία των πραγμάτων. Η γραμμή μπορεί να είναι ελικοειδής, έχει όμως τάση ανοδική. Η μεγάλη εικόνα είναι ότι δημιουργούνται νέα υποδείγματα κατά της βίας.
Μπορούμε να εξελιχθούμε, στην αρχή μέσα από μικρές ομάδες που θα αυξάνονται, καθώς θα ρίχνουν φως στη δύναμη μικρών πραγμάτων και αόρατων δυνατοτήτων που μπορούν να αλλάξουν, έστω και λίγο, τον κόσμο.

Ε, όλα αυτά αποτελούν ένα πολύ μεγάλο βήμα. Σίγουρα εύκολα δεν είναι, σίγουρα χρειάζονται επίσης επεξεργασία, δέσμευση, επιμονή, αντοχή στην αβεβαιότητα και τη σύγχυση, παραδοχή των αδυναμιών μας και ικανότητα να διαχειριστούμε συγκρούσεις και αλλαγές.

Μήπως όμως ξέρετε να έχουμε οικοδομήσει κάτι σημαντικό στη ζωή μας εύκολα, γρήγορα και φθηνά; Το αποτέλεσμα όμως, σίγουρα αξίζει τον κόπο.

Το πως θα τα καταφέρουμε όλα αυτά δεν έχει ούτε μια απάντηση, ούτε έτοιμες συνταγές. Αν το θέλουμε πραγματικά και ξεκινήσουμε το ταξίδι, ο όποιος προορισμός αξίζει τον κόπο. Και για εμάς και για τους άλλους, όλοι μαζί!...

Σίγουρα, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Μπορούμε όμως να ξοδέψουμε χρόνο και προσπάθεια. Μπορούμε να εστιάσουμε σε μικρής κλίμακας προσπάθειες, στους δικούς μας ανθρώπους, στη γειτονιά μας, στη δουλειά μας. Μπορούμε να βάλουμε ένα όριο στη βία. Μπορούμε να ζούμε σε μια κοινωνία, που σέβεται τη διαφορά και περικλείει, δεν αποκλείει…

Ο «Κράτος» και η «Βία» ήταν παιδιά του Δία, από την συνεύρεσή του με την απεχθή Στύγα. Η Βία ήταν ανεξέλεγκτη, αντίθετα ο Κράτος υπάκουε τις εντολές του Δία.
Ο παραπάνω συμβολισμός από τη σοφή Αρχαία Ελληνική Μυθολογία, μας συνδέει με το παρόν. Μας παρακινεί να δούμε ότι δίπλα στη ανεξέλεγκτη βία υπάρχει και η άλλη πλευρά. Αυτή που ως Κράτος (στο οποίο σήμερα συμβιώνουν τα μέλη της κοινωνίας) συμβολίζει το όριο που μπορεί να τεθεί απέναντι στη βία!

Δεν μπορούμε να εξαλείψουμε τη βία με ένα μαγικό ραβδί. Ευτυχώς όμως τόσο σε ατομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, υπάρχει το περιθώριο να «εργαστούμε» και να συνεργαστούμε με σκοπό την επίτευξη αρμονίας και «συμπερίληψης» στη ζωή μας!

*Σύμβουλος Ανάπτυξης Επιχειρήσεων, Οργανωσιακός Gestalt Coach και Συγγραφέας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Γνώμη

Η Κίνα εγκλωβίζει την Αφρική σε μια «παγίδα χρέους»

Athanase PapandropoulosΑπό: Athanase Papandropoulos

Τα κρατικά κινεζικά Ταμεία κατέχουν πάνω από το 60% του χρέους σε 17 χώρες της ηπείρου

Ηλεκτρονική Έκδοση Τρέχοντος Τεύχους: 04/2021 2021

Περιοδικό

Τρέχον Τεύχος

04/2021 2021

Δείτε τα παλαιά τεύχη
Συνδρομή
Διαφημιστείτε
Ηλεκτρονική Έκδοση

Ευρώπη

Η Επιτροπή παραπέμπει την Ελλάδα στο Δικαστήριο για καθυστερήσεις πληρωμών

Η Επιτροπή παραπέμπει την Ελλάδα στο Δικαστήριο για καθυστερήσεις πληρωμών

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οικονομία

7 στις 10 τράπεζες αυξάνουν τις ψηφιακές τους επενδύσεις το 2024

7 στις 10 τράπεζες αυξάνουν τις ψηφιακές τους επενδύσεις το 2024

Αύξηση των επενδύσεών τους στον ψηφιακό μετασχηματισμό σε ποσοστό έως και 10% εντός του 2024 σχεδιάζουν 7 στις 10 τράπεζες, παγκοσμίως

EURACTIV.com - Feeds

All contents © Copyright EMG Strategic Consulting Ltd. 1997-2024. All Rights Reserved   |   Αρχική Σελίδα  |   Disclaimer  |   Website by Theratron