του Enrico Letta
Οι ενέργειες του Ντόναλντ Τραμπ στη δεύτερη θητεία του καθιστούν σαφές πως έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό όραμα που στοχεύει στην αναμόρφωση του παγκόσμιου ρόλου της Αμερικής, την αποδυνάμωση της πολυμέρειας και την αύξηση της πίεσης στους συμμάχους, ιδιαίτερα την Ευρώπη.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ακολουθεί μια ατζέντα που αναγκάζει την ΕΕ να αντιμετωπίσει μια επείγουσα πραγματικότητα: πρέπει να ενισχύει την αυτονομία της και τη δυνατότητά της να δράσει. Παραδόξως, η πρόκληση του Τραμπ προσφέρει μια πρωτοφανή ευκαιρία για την Ευρώπη να κάνει αυτό ακριβώς. Θα μπορούσε να είναι ο καταλύτης που θα οδηγήσει σε βαθύτερη ενοποίηση και μια ισχυρότερη, πιο αποφασιστική ΕΕ.
Αυτή η ΕΕ πρέπει να αρχίσει αξιοποιώντας πλήρως τα δύο ισχυρότερα ατού της: την ενιαία αγορά και το ευρώ.
Η ενιαία αγορά έχει δώσει στην Ευρώπη βάρος και ανθεκτικότητα, αλλά παραμένει ατελής. Σε έναν κόσμο ηπειρωτικών δυνάμεων και οικονομικών μπλοκ, κανένα μεμονωμένο κράτος-μέλος της ΕΕ δεν μπορεί να δράσει μόνο. Για να πλοηγηθούμε στη γεωπολιτική καταιγίδα του σήμερα, πρέπει να αναπτυχθούμε και να οικοδομήσουμε μια πραγματικά ευρωπαϊκή αγορά, αρχίζοντας με τα χρηματοοικονομικά, την ενέργεια, την καινοτομία και, ναι, την άμυνα.
Χωρίς μέγεθος σε αυτούς τους τομείς, η Ευρώπη κινδυνεύει να γίνει μια οικονομική αποικία. Αυτό δεν είναι ένας θεωρητικός κίνδυνος: η Ευρώπη εξαρτάται όλο και περισσότερο από ξένες πλατφόρμες για ψηφιακή υποδομή, σε μη Ευρωπαίους επενδυτές για χρηματοδότηση της βάσης υποδομών της και σε εξωτερικές δυνάμεις για ενέργεια και στρατιωτική προστασία. Οι κίνδυνοι εδώ είναι πολιτικοί όσο και οικονομικοί: αυτή η εξάρτηση περιορίζει την ικανότητά μας να ενεργούμε προς το δικό μας συμφέρον, αφήνοντάς μας ευάλωτους σε αποφάσεις που λαμβάνονται αλλού.
Η άμεση προτεραιότητα είναι να ξεκλειδώσουμε την πλήρη δυναμική της ενιαίας αγοράς, αρχίζοντας με την ολοκλήρωση της ενοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η Ευρώπη είναι μια ήπειρος πλούσια σε κεφάλαια που, παραδόξως, υποεπενδύει στον εαυτό της. Κάθε χρόνο, δισεκατομμύρια ευρώ αποταμιεύσεων νοικοκυριών εκρέουν από την ΕΕ, και μεγάλο μέρος αυτών των κεφαλαίων παραμένει αδρανές σε καταθετικούς λογαριασμούς με χαμηλές αποδόσεις.
Αυτοί οι πόροι πρέπει να κινητοποιηθούν για την επίτευξη των δικών μας στρατηγικών στόχων. Μια ενιαία ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά θα διοχέτευε τις ευρωπαϊκές αποταμιεύσεις σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ενισχύοντας την καινοτομία, την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα.
Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί, μαζί με τις εθνικές προσπάθειες, μια συνεκτική ευρωπαϊκή στρατηγική επικεντρωμένη σε ξεκάθαρες πολιτικές: τη δημιουργία ελκυστικών και ασφαλών πανευρωπαϊκών αποταμιευτικών προϊόντων· τη συγκέντρωση των υποδομών trading και post-trading· τη συγκέντρωση των εποπτικών εξουσιών για διασυνοριακές δραστηριότητες· την ευθυγράμμιση των νόμων για την αφερεγγυότητα, τη φορολογία και τις επιχειρήσεις, καθώς και την καθιέρωση αυτού που η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αποκάλεσε ένα «28ο καθεστώς», ένα ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο σε όλη την ΕΕ· παγκόσμια ανταγωνιστικούς διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων· και ένα ισχυρότερο οικοσύστημα για τις επιχειρήσεις με γρήγορη ανάπτυξη (scale-ups).
Εν ολίγοις, η προτεινόμενη Ενωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων -που ήταν κεντρικός πυλώνας της έκθεσής μου με τίτλο Much More Than a Market- προσφέρει ένα συνολικό πλαίσιο πολιτικής για εμβάθυνση των κεφαλαιαγορών της ΕΕ. Για την εφαρμογή της, θα πρέπει να εισαγάγουμε τις δεσμευτικές καταληκτικές ημερομηνίες που ήταν αποτελεσματικές για τη δημιουργία του ευρώ, για παράδειγμα ορίζοντας την 1η Ιουλίου του 2027 ως την ημερομηνία έναρξης.
Πρέπει επίσης να κάνουμε περισσότερα για να υλοποιήσουμε πλήρως τις δυνατότητες του ευρώ. Σχεδόν 20% των παγκόσμιων αποθεματικών είναι σε ευρώ, αλλά η έλλειψη ενός γνήσιου ευρωπαϊκού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου και οι κατακερματισμένες χρηματαγορές περιορίζουν τον ρόλο του.
Όπως έχει τονίσει επανειλημμένως η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, η ενίσχυση του ευρώ είναι το κλειδί για την ανθεκτικότητα της Ευρώπης. Σε έναν κόσμο στον οποίο η οικονομική δύναμη γίνεται όλο και περισσότερο «όπλο» μέσω κυρώσεων, εμπορικών περιορισμών και χρηματοοικονομικού εξαναγκασμού, αυτό δεν είναι πλέον μόνο οικονομικό ζήτημα αλλά ζήτημα κυριαρχίας.
Εν μέσω αυξανόμενης αβεβαιότητας για τον ρόλο του δολαρίου ως του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος και για την παγκόσμια διάθεση για αμερικανικά treasuries, η Ευρώπη έχει μια ιστορική ευκαιρία. Η επέκταση του διεθνούς ρόλου του ευρώ θα επέτρεπε στην ΕΕ να μειώσει τα κόστη χρηματοδότησης τόσο για τις κυβερνήσεις όσο και για τις επιχειρήσεις, και να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις.
Πρόσφατες πρωτοβουλίες όπως το NextGenerationEU, το εργαλείο Safe για την άμυνα και το εγχείρημα του ψηφιακού ευρώ, έχουν βοηθήσει να τεθούν οι βάσεις για την ανάδυση ενός πραγματικού ευρωπαϊκού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου. Ωστόσο, πρέπει να πάμε πιο μακριά.
Μια ιδέα με μεγαλύτερες προεκτάσεις είναι η ταχεία, σημαντική ανάπτυξη της αγοράς υπερεθνικών ομολόγων της ΕΕ, όχι απαραιτήτως μέσω νέου χρέους αλλά μέσω σταδιακής αντικατάστασης μέρους του εθνικού χρέους με κοινά ομόλογα. Οι επενδυτές ανά τον κόσμο ψάχνουν ενεργά εναλλακτικές έναντι της αμερικανικής αγοράς treasuries.
Μια μεγάλη, βαθιά και ρευστή αγορά ευρωομολόγων θα ανταποκρινόταν σε αυτή τη ζήτηση και θα παρείχε τη βάση για ένα πραγματικά αυτόνομο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η παγκόσμια τάξη αναδιαμορφώνεται μπρος στα μάτια μας. Αν η Ευρώπη θέλει να παραμείνει ένας παγκόσμιος παίκτης, πρέπει να δράσει τώρα, ενωμένα. Η οικονομική και χρηματοπιστωτική ενοποίηση δεν είναι αυτοσκοπός -είναι το θεμέλιο της στρατηγικής αυτονομίας.
Όπως προειδοποίησε κάποτε ο Ζακ Ντελόρ, η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με μια επιλογή: ανανέωση ή παρακμή. Χωρίς θαρραλέα δράση, οι τρέχουσες οικονομικές και δημογραφικές τάσεις θα σπρώξουν την Ευρώπη προς την περιθωριοποίηση και την ασημαντότητα στο παγκόσμιο σκηνικό. Αλλά αυτό δεν είναι αναπόφευκτο.
Η πολιτική βούληση και το στρατηγικό όραμα μπορούν ακόμα να κάνουν τη διαφορά. Χτίζοντας πάνω στα δικά μας μοναδικά ατού -την αγορά μας και το νόμισμά μας, την ιστορία και τις αξίες μας- μπορούμε να εξοπλίσουμε την ΕΕ με τα εργαλεία που χρειάζεται όχι μόνο για να αντισταθεί στην παρακμή, αλλά για να διαμορφώσει το δικό της μέλλον με αυτοπεποίθηση και σκοπό.
*Ο συγγραφέας του άρθρου είναι πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, πρόεδρος του Jacques Delors Institute και πρύτανης του IE University.